Ο Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ατομικό δρόμο σωτηρίας,ξεχωριστό για τον καθένα μας, αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων, ενωμένων σαν ένα σώμα, που έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό.
Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε η Εκκλησία είναι «αγία και άμωμος» (προς Εφεσίους, 5, 27), όχι επειδή «όλοι οι χριστιανοί είμαστε άγιοι» (δεν πιστεύω να θεωρείς τον εαυτό σου άγιο), αλλά επειδή έχει κεφαλή το Χριστό, που είναι ο απολύτως άγιος.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι γύρω μας είναι άγιοι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσο νομίζουμε – ίσως όχι «μεγάλοι άγιοι», που να κάνουν θαύματα, αλλά «μικροί άγιοι», απλοί ευσεβείς και ταπεινοί χριστιανοί, γεμάτοι αγάπη και καλοσύνη, που σέβονται ακόμη κι εκείνους που εμείς νομίζουμε πως «δεν το αξίζουν».
Επειδή λοιπόν ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, γι’ αυτό πηγαίνουμε στο ναό και λατρεύουμε το Θεό, και μάλιστα ονομάζουμε και το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση, συνάντηση.
Εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί, ώστε οι πιο ενάρετοι και δυνατοί στην πίστη να «σπρώχνουν» προς το Θεό με την προσευχή τους και τους πιο αδύναμους και αμαρτωλούς.
Δυστυχώς, πολλοί από εμάς νομίζουμε πως είμαστε ενάρετοι και πιστοί, αλλά πηγαίνουμε στο ναό γεμάτη κατάκριση, βλέπουμε τους πιο αδύναμους (ή φαινομενικά πιο αδύναμους) και τους δικάζουμε μέσα μας, επειδή κρίνουμε – με το δήθεν αλάνθαστο και δίκαιο κριτήριό μας – ότι δεν συμπεριφέρονται σωστά μέσα στην εκκλησία ή ότι δεν είναι σωστοί γενικά στη ζωή τους.
Αν ήμασταν αληθινοί χριστιανοί (καλύτεροι από εκείνους που καταδικάζουμε), πρώτον, θα λυπόμασταν για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, αντί να νιώθουμε αντιπάθεια και περιφρόνηση ή μίσος γι’ αυτούς, και, δεύτερον, θα προσευχόμασταν στο Θεό να μην τους λογαριάσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες τους, αλλά να τους βάλει στον παράδεισο μαζί μ’ εμάς και με όλο τον κόσμο, δίπλα μας, ως αδελφούς μας.
Και στο τέλος, αφού δεν έχουμε αγάπη και συγχώρηση για τον πλησίον μας, αλλά μίσος και περιφρόνηση, ο Θεός μπορεί να επιτρέψει να γίνουμε τόσο σκληροί, που να μη θέλουμε καν να πηγαίνουμε στην εκκλησία – τι να πάμε να κάνουμε σ’ έναν τόπο που δέχεται και τους αμαρτωλούς, τους σέβεται και θέλει τη σωτηρία τους;
Εμείς θέλουμε τη σωτηρία μόνο του εαυτού μας ή, άντε, και των παιδιών μας ή εκείνων, τους οποίους «εγκρίνουμε» εμείς… Κάνουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια δική μας θρησκεία, στην οποία τη θέση του Ιησού Χριστού (του κριτή ζώντων και νεκρών, που κρίνει για να σώσει, όχι για να καταδικάσει) την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι!
Οι «καλοί» και οι «κακοί» ιερείς
Εκπρόσωπος όλου του λαού μπροστά στο Θεό, μέσα στη θεία λειτουργία και τις άλλες τελετές που κάνουμε όλοι μαζί στην εκκλησία, είναι ο ιερέας.
Η θεία λειτουργία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα, αλλά από όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτήν. Ο ιερέας είναι ο εκπρόσωπος του λαού, που δανείζει τα χέρια του για να αγγίξουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου και να πραγματοποιήσουν τα ιερά μυστήρια. Όμως δεν τα τελεί μόνος του.
Χωρίς το «αμήν» του ψάλτη (που σημαίνει «μακάρι», δηλ. «να γίνει» αυτό που λέει ο ιερέας) και τις άλλες απαντήσεις που δίνει ο ψάλτης στα λόγια του ιερέα, δεν μπορεί να τελεστεί η θεία λειτουργία.
Ο ψάλτης μιλάει εξ ονόματος όλων των λαϊκών, δηλαδή εκείνων που δεν είναι κληρικοί (ιερείς), και αυτά που λέει (το «αμήν», το «Κύριε ελέησον», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» κ.τ.λ.) κάποτε τα έλεγε όλος ο λαός. Γι’ αυτό, τα παλιά βιβλία της Εκκλησίας, όταν ανέφεραν τα λόγια του ψάλτη στη θεία λειτουργία, έγραφαν ότι τα λέει «ο λαός».
Αν λοιπόν σε κάποιο χωριό ή σε κάποια ενορία ο ιερέας (ή ο ψάλτης) δεν είναι «καλός» και έντιμος, αυτό οφείλεται στο ότι εμείς οι χριστιανοί δεν προσφέραμε στην Εκκλησία το καλύτερο παιδί του τόπου, το πιο ενάρετο, ηθικό, πιστό, έντιμο και άγιο, να γίνει ιερέας.
Δεν κατευθύναμε π.χ. τα παιδιά μας προς αυτή την κατεύθυνση – όλοι περνάμε το μήνυμα στα παιδιά μας ότι είναι σπουδαίο επάγγελμα να γίνουν γιατροί π.χ., επειδή οι γιατροί «βγάζουν λεφτά» βέβαια κι όχι επειδή προσφέρουν στην κοινωνία, αλλά κανείς δεν λέει στο παιδί του πως είναι σπουδαίο επάγγελμα (λειτούργημα) το να γίνει ιερέας και ότι θα άξιζε να το επιλέξει, αν βέβαια το ίδιο θέλει να κάνει τον αγώνα που χρειάζεται γι’ αυτό.
[Γράφω πως και το να είσαι ιερέας είναι «επάγγελμα», επειδή η λέξη «επάγγελμα» στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει «υπόσχεση» (επαγγέλλομαι = υπόσχομαι) και εννοεί την υπόσχεση που δίνει ο άνθρωπος στην κοινωνία ότι θα προσφέρει σε όλους μέσω του επαγγέλματός του].
Πώς λοιπόν θέλεις, αδελφέ μου, να έχεις καλό ιερέα, όταν ούτε εσύ ο ίδιος γίνεσαι αυτός ο καλός ιερέας, ούτε το παιδί σου προτρέπεις να γίνει; Και μάλιστα, αν το θελήσει, ίσως να το υποβάλεις σε τρομακτικό ψυχολογικό πόλεμο και συναισθηματικό εκβιασμό για να μη γίνει! Αναγκαστικά λοιπόν θα έχεις τον ιερέα που σου προέκυψε, αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να έχεις.
Πρέπει όμως να ξέρω, κατ’ αρχάς, πως ο ιερέας που έχω στην ενορία μου και πιθανόν να μην τον θεωρώ «καλό», ίσως είναι πολύ καλύτερος απ’ όσο νομίζω. Ίσως απλώς έχει κάποια ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. κάνει κήρυγμα με απότομο ύφος, λόγω χαρακτήρα ή επειδή έχει αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων) ή ίσως απλώς εγώ είμαι προκατειλημμένος εναντίον του χωρίς λόγο.
Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά που λέει, επειδή με «ξεβολεύουν» και μου ζητούν να γίνω ειλικρινά υπεύθυνος και αληθινός χριστιανός, πράγμα που δεν μου αρέσει και δε με αφήνει κι ο διάβολος να μου αρέσει…
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουμε συκοφαντίες εναντίον των ιερέων και να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο παπάς που έχουμε μπροστά μας π.χ. είναι φιλοχρήματος ή κλέφτης ή ότι δήθεν αποκαλύπτει τα μυστικά της εξομολόγησης ή ακόμη και ότι είναι γυναικάς ή ομοφυλόφιλος ή παιδεραστής κ.τ.λ., χωρίς να έχουμε δει πραγματικά καμιά απόδειξη.
Κι όμως αυτές οι κατηγορίες μπορεί να είναι κοινές συκοφαντίες ή αποτέλεσμα προκατάληψης και ρατσισμού εναντίον των ιερέων. Αυτή η προκατάληψη και ο ρατσισμός στην εποχή μας έχει φτάσει με μεγάλα ύψη και φυσικά τον προωθεί κι ο διάβολος, ακριβώς για να μας βγάλει έξω από την εκκλησία.
Πήγαινε, αδελφέ μου, αδελφή μου, να γνωρίσεις καλύτερα τον παπά της ενορίας σου, συζήτησε μαζί του αυτά που πιστεύεις ως ελαττώματά του και είμαι βέβαιος ότι θ’ αλλάξεις εντελώς την άποψή σου γι’ αυτόν.
Όχι ότι δεν υπάρχουν και ιερείς με μεγάλα ελαττώματα (ίσως όχι πάντως μεγαλύτερα από τα δικά μου ή τα δικά σου), όμως οι περισσότεροι ιερείς δεν είναι έτσι που νομίζει ο κόσμος.
Ούτε πάμπλουτοι είναι, ούτε διεφθαρμένοι, ούτε υποκριτές – πολύ πιθανότερο να είναι αγωνιστές, που βοηθούν όσο μπορούν και όσους μπορούν, και βιοπαλαιστές, που επιβιώνουν έντιμα με την οικογένειά τους μέσα σ’ αυτή τη χαοτική και βρόμικη κοινωνία (που τους μισεί), όπως μπορούν.
«Σε ποιον παπά να πάω;»
Όμως το πρόβλημα έχει άλλη μια πολύ σοβαρή πλευρά. Πολλές φορές αρνούμαστε να πάμε στην εκκλησία ή να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε ή ακόμη και να βαφτίσουμε τα παιδιά μας, επειδή δεν εγκρίνουμε τον ιερέα που έχουμε μπροστά μας, αλλά θέλουμε να βρούμε έναν «άγιο ιερέα» και να πλησιάσουμε το Θεό μέσω αυτού.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά και επιζήμια για μας τους ίδιους.
Κατ’ αρχάς, είναι εγωιστικό να απαιτούμε έναν άγιο ιερέα για να λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να παντρευτούμε ή να βαφτίσουμε τα παιδιά μας – ακόμη και για να εξομολογηθούμε, εκτός πια κι αν έχουμε κάνει (ή συνεχίζουμε να κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε) εγκλήματα ή τόσο φοβερά αμαρτήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση…
Οι άνθρωποι που ζούμε μια συνηθισμένη ζωή, μπορούμε μια χαρά να εξομολογηθούμε σε οποιονδήποτε «πνευματικό» (εξομολόγο ιερέα) και να ωφεληθούμε, να προσεγγίσουμε το Θεό, να πάρουμε καθοδήγηση για τη ζωή μας και να σωθούμε, και εμείς και η οικογένειά μας.
Καλό είναι λοιπόν να πλησιάσουμε τον ιερέα της ενορίας μας, ως απλοί άνθρωποι και απλοί χριστιανοί, και να μη νομίζουμε πως εμείς ειδικά είμαστε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, που πρέπει να «διαλέγουμε» τους ιερείς, να απορρίπτουμε τους περισσότερους και να πηγαίνουμε μόνο σ’ αυτούς που… εγκρίνουμε.
Άσε που το κριτήριό μας δεν είναι αλάνθαστο. Ο ιερέας που απορρίπτω, ίσως είναι ένας κρυφός άγιος, ενώ εκείνος που θεωρώ σωστό και «σπουδαίο» ίσως έχει κι αυτός τις αδυναμίες του, όπως κι εγώ. Και αν ωστόσο κάποια μέρα μάθω ότι έχει κι εκείνος αδυναμίες, θα πέσει από την υπόληψή μου και ούτε σ’ εκείνον θα πηγαίνω;
Δηλαδή θα αποκόψω εντελώς τον εαυτό μου από την Εκκλησία και συνεπώς κι από το Χριστό, γιατί ο Χριστός, όπως είπαμε, ίδρυσε την Εκκλησία (ώστε να είμαστε όλοι μαζί) και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, που ο καθένας να μπορεί να τους διαμορφώνει «κατά τη γνώμη μου» και να τους ακολουθεί «με τον τρόπο του».
Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι μεγάλοι και θαυματουργοί άγιοι στον κόσμο είναι σχετικά λίγοι, ο Θεός δέχεται τη θεία λειτουργία και από τα αδύναμα, αμαρτωλά και «χωματένια» χέρια όλων των ιερέων Του.
Όπως εμείς ελπίζουμε ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές μας, παρόλο που είμαστε αδύναμοι και αμαρτωλοί (και όχι άγιοι), έτσι πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δέχεται τα ιερά μυστήρια και τις ιερές τελετές που κάνουν όλοι οι κανονικά χειροτονημένοι ιερείς, ακριβώς επειδή αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει την απαίτηση (που έχουμε εμείς, μέσα στον υπερβολικό εγωισμό μας) να είναι αναμάρτητος ο άνθρωπος για να δεχτεί ο Θεός τη λειτουργία και την προσευχή του.
Συνεπώς, και ο πιο αμαρτωλός – ας πούμε – ιερέας, όταν λειτουργεί, εξομολογεί, παντρεύει, βαπτίζει, κηδεύει, τελεί ευχέλαιο ή αγιασμό κ.λ.π., οι πράξεις του είναι έγκυρες και δεκτές από το Θεό ακριβώς όπως και ενός αγίου ιερέα, για χάρη των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτές και που ο Θεός θέλει τη σωτηρία τους.
Και λάθος ακόμη αν κάνει ο ιερέας κατά τη διάρκεια μιας τελετής, αν π.χ. δεν είναι μορφωμένος και δεν διαβάζει σωστά τα λόγια της Εκκλησίας ή αν για κάποιο λόγο μπερδευτεί ή ξεχάσει ή παραλείψει κάτι, ο Θεός δέχεται τις ιερές τελετές ως σωστές, για χάρη των ανθρώπων.
Ας έχουμε εδώ και το παράδειγμα του αγίου Νικολάου Πλανά, ενός ιερέα σχεδόν αγράμματου, που όντως έκανε λάθη στην ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων, όμως η καρδιά του ήταν τόσο ενάρετη, πιστή και ταπεινή, που ήταν θαυματουργός άγιος ενώ ακόμη ζούσε (έζησε στην Αθήνα τις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι το 1930 περίπου).
Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι «Πλανάδες», που όμως το μάτι μας, το γεμάτο εγωισμό, καχυποψία και κατάκριση, αρνείται να τους δει.
Όμως, ξαναλέω, δε χρειάζεται να είναι άγιος ο ιερέας για να γίνει δεκτή από το Θεό η τελετή που τελεί. Εκτός των άλλων, όπως είπαμε, τις τελετές δεν τις τελεί μόνο ο ιερέας, αλλά όλος ο λαός – και μέσα σε αυτόν το λαό υπάρχουν και πολλοί άξιοι χριστιανοί.
Και τέλος, εκείνος που πραγματικά κάνει έγκυρες τις τελετές της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός («ο Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι») μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί (που εμείς προσφέρουμε – και μήπως είμαστε άξιοι εμείς;) σε σώμα και αίμα Χριστού, Εκείνος παντρεύει, Εκείνος βαφτίζει, Εκείνος δίνει άφεση αμαρτιών κατά την εξομολόγηση κ.τ.λ. Και το κάνει για χάρη μας, αλλά θέλει κι εμείς να είμαστε ταπεινοί, όχι εγωιστές, και να καταδεχόμαστε τον ιερέα Του που έχουμε μπροστά μας (στο χωριό μας, στην ενορία μας), όχι να τον απορρίπτουμε και να ψάχνουμε για «πιο κατάλληλους», που μπορεί μάλιστα – παραπλανημένοι εύκολα από το διάβολο – να μην τους βρούμε ποτέ.
Δυο παραδείγματα: απόστολος Παύλος και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Πώς να κλείσουμε τώρα; Ας κλείσουμε με δυο γνωστά παραδείγματα, από δυο αγίους που πρόσφεραν τα πάντα για το Χριστό και τελικά έδωσαν και τη ζωή τους γι’ Αυτόν και για τους συνανθρώπους τους: τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (έναν άγιο ιερομόναχο, που γύρισε τη μισή Ελλάδα κηρύττοντας και βοηθώντας τους υπόδουλους χριστιανούς, μέχρι που τον κρέμασαν οι Τούρκοι λίγο πριν το 1800).
Όταν τον απόστολο Παύλο τον είχαν συλλάβει οι Ρωμαίοι, τον παρουσίασαν μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων και, όταν εκείνος άρχισε να απολογείται, ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα.
Ο Παύλος τότε του μίλησε απότομα και, όταν οι άλλοι του είπαν «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», ο Παύλος ζήτησε συγγνώμη και απάντησε ότι δεν ήξερε πως ήταν ο αρχιερέας – παρόλο που αυτός ο αρχιερέας (που ήταν αρχιερέας της εβραϊκής θρησκείας, όχι χριστιανός) αποσκοπούσε στο θάνατό του!
Κι όμως ο απόστολος Παύλος τον σεβάστηκε, επικαλούμενος λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, που διδάσκουν το σεβασμό προς τους άρχοντες του λαού. Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο Πράξεις τον αποστόλων, κεφάλαιο 23 (κγ΄).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού προς τους χριστιανούς της εποχής του, που ήταν αμόρφωτοι και αγνοούσαν το περιεχόμενο και το νόημα της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως κι εμείς σήμερα (και επιπλέον ζούσαν κάτω από το ανελέητο γιαταγάνι του Τούρκου).
Έλεγε: «Αν συναντήσω στο δρόμο έναν ιερέα και έναν άγγελο, θα χαιρετήσω πρώτα τον ιερέα και μετά τον άγγελο». Και τούτο, επειδή ο ιερέας (ακόμη κι αν είναι ή φαίνεται «ανάξιος») κάνει κάτι, που ο άγγελος δεν μπορεί να κάνει: κρατάει στα χέρια του το σώμα και το αίμα του Χριστού (τη θεία μετάληψη) και εξομολογεί τους χριστιανούς, ζητώντας γι’ αυτούς άφεση αμαρτιών από το Θεό.
Τελειώνοντας, θα επισημάνουμε ότι, κατά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας δεν εμφανίζεται μπροστά στο Θεό ως άγιος, αλλά ως πολύ αμαρτωλός, που παραδέχεται την ανθρώπινη αναξιότητά του και ζητάει έλεος και συγχώρηση, όχι μόνο από το Θεό, αλλά κι από τους ανθρώπους.
Στις προσευχές που διαβάζει κατά τη θεία λειτουργία (γραμμένες από δύο μεγάλους αγίους, το Μέγα Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο) ο ιερέας ζητάει συγχώρηση από το Θεό και Τον παρακαλεί να δεχτεί από τα ταπεινά χέρια του την αναίμακτη θυσία του ψωμιού και του κρασιού και να τα μεταβάλει σε σώμα και αίμα Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Και δύο φορές – πριν σηκώσει τα Άγια και πριν κοινωνήσει ο ίδιος – ο ιερέας εμφανίζεται στην ωραία πύλη και υποκλίνεται μπροστά στο λαό, ζητώντας απ’ όλους («τους μισούντας και αγαπώντας» αυτόν, δηλ. κι αυτούς που τον αγαπούν και εκείνους που τον μισούν) να τον συγχωρήσουν.
Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, ας τον συγχωρήσουμε – κι ας συγχωρήσουμε επίσης όλους τους ανθρώπους, και τους πιο «κακούς» (κατά τη γνώμη μας) κι εκείνους που θεωρούμε ότι «δεν το αξίζουν», ώστε να συγχωρεθούμε κι εμείς από το Θεό για τα λάθη και τις αμαρτίες που σίγουρα έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε μέρα.
Αυτό είπε άλλωστε ο Χριστός: συγχωρείτε, για να συγχωρεθείτε, γιατί με το μέτρο που κρίνετε τους άλλους, μ’ αυτό θα κριθείτε (βλ. κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 27-49).
Αμήν.