Όταν ζητάς συγγνώμη, ψοφοδεής και πανικόβλητος, επειδή ένα παιδί δικό σου τόλμησε να «θίξει» την…υπόληψη του δολοφόνου του πατέρα σου, του βιαστή της μάνας σου, του κατακτητή της πατρώας γης σου.

Όταν αντί για αντίσταση, εσύ έμαθες πια εδώ και πολλά χρόνια να ψιθυρίζεις μόνο άναρθρους ήχους υποταγής.

Όταν αντί να αντιδράς ανυποχώρητα, εσύ έχεις αποφασίσει ότι σε νοιάζει μονάχα το πορτοφόλι σου κι η νεοταξική μπόχα που έχει πια κατακλύσει ολοκληρωτικά το μυαλό και την ψυχή σου.

Όταν αντί να αντιμάχεσαι τους σταυρωτήδες της φυλής σου, εσύ τρέμεις μήπως σε δουν οι «προοδευτικοί» με την ελληνική σημαία και σε πουν φασίστα ή κάνεις ουρές για να κατακλύσεις τα μαγαζιά της άλλης πλευράς, αφήνοντας όχι απλώς χρήματα, αλλά πρωταρχικά το έσχατο ίχνος αξιοπρέπειας που σου έχει απομείνει.

Όταν αντί να κραυγάζεις μέρα-νύχτα για την κατακρεουργημένη λευτεριά σου, εσύ βρίζεις ένα λεβέντη ποδοσφαιριστή που σήκωσε τη σημαία in partibus infidelium, ένα σπουδαίο κληρικό που είπε τα προφανή, ένα αυθεντικό παιδί που αποτόλμησε να κάνει το αυτονόητο.

Όταν οι μακελάρηδες κατέχουν τη μισή πατρίδα σου και σε κυκλώνουν ξανά με απύθμενο θράσος από γη και θάλασσα, για να σε αποτελειώσουν, κι εσύ ψελλίζεις άθλια μισόλογα για το…καλό κλίμα που δυναμίτισε ένα παιδί.

Όταν ακυρώνεις τόσο χυδαία μία πράξη, που κανονικά θα έπρεπε να σε κάνει περήφανο, σκύβοντας σαν το γιουσουφάκι όλο και πιο χαμηλά στο χώμα.

Όταν την αποδομείς και την αποκηρύσσεις αυτή την πράξη, γιατί δεν την αντέχεις, όπως φυσικἀ πολύ περισσότερο δεν αντέχεις ούτε τη θύμηση του Σολωμού και του Ισαάκ, ούτε και καμιά άλλη μνήμη, γιατί πολύ απλά ενοχλούν την εκσυγχρονισμένη σου αφασική υστερία ή ελέγχουν αδυσώπητα ό,τι απειροελάχιστο έχει απομείνει πια από την αμβλυμένη σου συνείδηση.

Όταν είσαι πατέρας και δίνεις τέτοιο παράδειγμα στο παιδί σου, φτύνοντας δημόσια την πράξη του, αντί να καμαρώνεις, και ταπεινώνοντας τόσο θλιβερά τον ίδιο ουσιαστικά τον εαυτό σου.

Όταν είσαι κράτος και σέρνεσαι γονυπετές, εκλιπαρώντας κατανόηση από μια κτηνώδη συμμορία αρπακτικών και φονιάδων.

Όταν είσαι σπορά περήφανων και απροσκύνητων Ελλήνων κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό.

Όταν ακόμη δεν έχει ξεθωριάσει το αίμα πάνω στις πέτρες από τις φρικαλεότητες της Volkan και της ΤΜΤ, από το Κιόνελι και τη Μόρα, τον Σύσκληπο, το «Μάρε Μόντε» και το Τραχώνι, κι εσύ τρέμεις για οτιδήποτε στοιχειωδώς πατριωτικό, που μπορεί να σου πειράξει τη μακαριότητα και την…καλή γειτονία (του λύκου με το πρόβατο).

Όταν είχες κάποτε στον τόπο σου Μιχαλάκηδες, Ευαγόρες και Γρηγόρηδες κι εσύ έχεις αποφασίσει εδώ και πολλά χρόνια πλέον να ταυτίζεσαι μόνο με Εφιάλτες, με Πηλιογούσηδες και με Νενέκους.

Όταν συνήθισες να βλέπεις γύρω σου το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», αλλά όλη σου η ζωή είναι πια μια μανιασμένη κι απεγνωσμένη προσπάθεια για να ξεχάσεις.

Τότε είσαι όλος μια παραφωνία κι ολόκληρη η μικρή, μίζερη και χοϊκή ζωούλα σου είναι μια ατίμωση.

Ατίμωση του ίδιου του αέρα που αναπνέεις, της γης που πατάς κι είναι γεμάτη αίμα και κόκαλα αγίων και εθνομαρτύρων, της Ιστορίας σου που επέλεξες να την πετάξεις στη χωματερή, της Ζωής εν Τάφω που εδώ και τόσες δεκαετίες καθαγιάζει το χώμα στην Αμμόχωστο, στην Κερύνεια και στα Φυλακισμένα Μνήματα.

Τότε είσαι ήδη νεκρός και απλά δεν το ξέρεις, πτώμα άταφο που κινείται και αναπνέει μηχανικά, μία εν σαρκί περιπολούσα θλίψη, ένα επί ματαίω περιφερόμενο όνειδος.

Τότε είσαι άχθος αρούρης, κυριολεκτικά βάρος της γης, ανάξιο του αγιοτόκου και μαρτυρικού σου τόπου, ανάξιο και των ηρώων που πέθαναν κάποτε για σένα, αντάξιο μόνο για τεμενάδες, «προοδευτικά» φληναφήματα, βρώμικα ριάλια και φτηνή υποταγή.

Αντάξιο και της κοινής μας πορείας: κι εσύ εκεί κι εμείς εδώ, ένας άμορφος πλέον και δύσοσμος σωρός από σκουπίδια που αργοσαπίζει.

Και που, καθώς αργοσαπίζει, το μόνο που τον απασχολεί πια είναι να φιμώσει και τους λίγους που απόμειναν, να εξουθενώσει όσους φρονούν ακόμη τ’ αληθή, να βρωμίσει και την τελευταία ζύμη που απέμεινε ικανή να ξαναζυμώσει μια μέρα το μολυσμένο φύραμα.

Δεν θα κατορθώσει όμως. Κάποιοι – όσα κι αν τους κάνουν – δεν θα αποδιώξουν ποτέ από μέσα τους το στραφτάλισμα της μνήμης, την πνοή της πίστης, τη γεύση της λευτεριάς.

Κι εκεί κι εδώ. Γιατί έχουνε «παππού από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο», θειό μπουρλοτιέρη, παπά που τους ευλόγησε και τους διάβασε, εικόνες ιερές που αναβλύσαν δάκρυ, πατέρα που πότισε με το αίμα του βουνά και λαγκαδιές.

Έχουνε «μάνα πού ’χει σφάξει με τα χέρια της» και «μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό χορεύοντας έχει δοθεί στη λευτεριά του χάρου». Αυτούς δεν τους ξεχνούν ποτέ, τους έχουν κλεισμένους πάντα μέσα τους, εγκόλπιο και φυλαχτάρι.

Κι εκείνοι από εκεί που βρίσκονται, στην αγκαλιά της Παναγιάς και των Αγίων, μας κοιτούν και μας εμπνέουν, νυν και αεί, μας συντροφεύουνε και μας κρατάνε σε καιρούς χαλεπούς.

Εσείς είσαστε δυστυχώς στη σκοτεινή χορεία «κείνων που επράξαν το κακό». Γιατί οι ίδιοι το διαλέξατε να συναριθμηθείτε μαζί τους. Συνένοχοι και συναινούντες. Μαζί τους θα σας πάρει κι εσάς το μαύρο σύγνεφο μια μέρα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ