Πάντοτε οί άνθρωποι, τά παιδιά του πρώτου άνθρώπου, πού έπεσε στήν άμαρτία καί τήν μετέδωσε σ’ όλους τούς άπογόνους του, έχουμε τή ροπή πρός τό κακό. Μάς κερδίζει ή γή, ή ύλη, ή σάρκα. Αμαρτάνουμε και πέφτουμε.
Ή άμαρτία είναι ή μεγαλύτερη άρρώστια μας, ή έξαχρείωση της φύσεώς μας, ή καταστροφή καί ό θάνατος. Καί γι’ αύτό πονούμε όταν άμαρτάνουμε, ντρεπόμαστε, θέλουμε νά το κρύψουμε.
Ή άμαρτία στήν έποχή μας παρουσιάζεται μέ άλλο πρόσωπο. Είναι θρασύτατη, άδιάντροπη, ύπερήφανη, άπαιτητική. Ή παράβαση του νόμου τοϋ Θεού καλύπτεται πλέον άπό τό νόμο των άνθρώπων.
Αύτοί πού τήν τολμούν και προχωρούν μάλιστα στήν άκραία άμαρτία, στή διαστροφή, βγαίνουν στους δρόμους καί τό διαλαλοϋν ύπερήφανα, χωρίς ντροπή.
Καί έπιπλέον δέν άνέχονται νά άκούσουν όσους διαφωνοϋν μέ τήν τακτική τους, όσους
θεωροϋν ολέθρια τήν πορεία τους καί προειδοποιούν ότι διατρέχει τόν έσχατο κίνδυνο ή ψυχή τους.
Αύτούς τούς ονομάζουν «ρατσιστές». Τούς χλευάζουν, τους πολεμούν, τούς όδηγούν στα δικαστήρια.
Είδαμε στις μέρες μας τό πρωτοφανές- νά μηνύονται, μέ έπίκληση τοϋ άντιρατσιστικού νόμου, άρχιερείς τής ’Εκκλησίας μας, διότι είπαν όσα ό νόμος του Θεού λέει, διότι δίδαξαν όσα τό Εύαγγέλιο διδάσκει, διότι δηλαδή έκαναν όσα επιβάλλει τό καθήκον τους νά ύπερασπίζονται τό ποίμνιό τους καί νά καλούν στήν άλήθεια αύτούς πού την άγνοούν.
Αλλά πώς έξηγείται τό φαινόμενο; Γιατί αύτή ή άντίδραση; Γιατί αύτή ή πολεμική κατά τών διαφωνούντων;
Ή άπάντηση ύπάρχει καί είναι πολύ παλιά. Τήν έδωσε ό σοφός Σολομών στό βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης Σοφία Σολομώντος (βλ. β’ 9-20).
Παρουσιάζει έκεί τούς άσεβείς νά πιστεύουν ότι μέ τόν θάνατο τελειώνουν όλα και γι’ αύτό νά άπολαμβάνουν τις κοσμικές, τις γήινες καί σαρκικές άπολαύσεις τους, αύτές μόνο νά έχουν ώς μερίδιο καί κληρονομιά στή ζωή τους, καί νά το διαλαλοϋν μάλιστα μέ άγερωχία.
Όταν όμως βλέπουν τόν άνθρωπο του Θεού, δυσφορούν, άναστατώνονται, άγριεύουν καί ομολογούν:
«δύσχρηστος ήμίν έστι καί έναντιούται τοις έργοις ήμών καί ονειδίζει ήμίν άμαρτήματα νόμου καί έπιφημίζει ήμίν άμαρτήματα παιδείας ήμών».
Δέν μπορούμε να τόν χειρισθούμε, είναι άντίθετος μέ τά έργα μας, μάς κατηγορεί ότι άμαρτάνουμε καί παραβαίνουμε τό νόμο καί μας δυσφημεί γιά άμαρτήματα πού κάνουμε άντίθετα μέ τήν παιδαγωγία, πού δεχθήκαμε άπό τότε πού ήμασταν παιδιά.
«Έγένετο ήμίν είς έλεγχον έννοιών ήμών». Μάς έγινε έλεγχος τών σκέψεων καί τών σχεδίων μας.
«Βαρύς έστιν ήμίν καί βλεπόμενος». Βαρύς καί άνυπόφορος μάς εΐναι καί μόνο πού τόν βλέπουμε.
Διότι εΐναι ≪άνόμοιος τοις άλλοις ό βίος αύτού≫. Μάς είναι ένοχλητικός, διότι ή ζωή του δέν μοιάζει μέ τή ζωή των άλλων καί οί τρόποι του είναι διαφορετικοί καί παράδοξοι.
«Άπέχεται τών όδών ήμών ώς άπό άκαθαρσιών».
Στέκεται μακριά άπό τούς τρόπους τής ζωής και τής συμπεριφοράς μας, όπως άκριβώς φεύγει κάποιος άπό τις άκαθαρσίες.
Τά λόγια τών άσεβών φανερώνουν καθαρά τήν αίτια τής άντιπαραθέσεώς τους μέ τόν δίκαιο άνθρωπο: Ή διαφορά τής ζωής! Ό τρόπος του, ή συμπεριφορά του, ή νοοτροπία, τά λόγια καί οί πράξεις του, όλα διαφορετικά.
‘Όλα έλέγχουν καί ό έλεγχος είναι βασανιστικός. Ξυπνάει τή συνείδηση και ένισχύει τις τύψεις. Εμείς δέν ζοΰμε σωστά καί δέν θέλουμε νά άλλάξουμε τούς τρόπους μας, λένε οί έχθροί του αγαθού.
Ούτε άντέχουμε νά μάς τό θυμίζει κάποιος. Προτιμούμε νά ζούμε παραδομένοι στά πάθη μας, χωρίς καμιά ύπόμνηση του λάθους μας, χωρίς καμιά σκέψη έπιστροφής στό σωστό. Και γι΄ αύτό πρέπει νά έξαφανίσουμε καθετί πού ξυπνάει τις ένοχές μας.
Οί άπόφαση τών άσεβών γιά τή στάση τους άπέναντι τοΰ δικαίου είναι ξεκάθαρη καί έξουθενωτική:
«Ένεδρεύσωμεν τόν δίκαιον», λένε. Νά στήσουμε ένέδρες καί παγίδες, γιά νά πιάσουμε τον δίκαιο άνθρωπο.
«Ύβρει καί βασάνω έτάσωμεν αύτόν». Μέ βρισιές καί βασανιστήρια νά τόν άνακρίνουμε.
«Θανάτω άσχήμονι καταδικάσωμεν αύτόν».Νά τόν καταδικάσουμε σέ θάνατο άσχημο καί άτιμωτικό.
Νά τόν συλλάβουμε, νά τόν άνακρίνουμε, νά τόν καταδικάσουμε- μόνο και μόνο έπειδή διαφέρει άπό μάς- έπειδή «παίδα Κυρίου έαυτόν ονομάζει». ’Ονομάζει τόν έαυτό του δούλο του Θεού, ένώ έμεΐς θέλουμε νά είμαστε δούλοι στά πάθη μας.
Ή άντίθεση τελικά δέν είναι μέ τόν δίκαιο- είναι μέ τόν Θεό. Ό πόλεμος είναι διαρκής καί άμείλικτος. Καί συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέ τούς κάθε μορφής διωγμούς άπό τά άρχαία χρόνια, μέχρι τις ποικίλες άντιδράσεις τών άθέων και άσεβών στή δική μας έποχή.
Πάντοτε ύπήρχαν οί άνθρωποι πού έξουθένωναν έκείνους πού παρουσίαζαν ένα έλάττωμα, κάποια διαφορετικότητα, μιά έκτροπή. Οί άνθρωποι του Θεού δέν καταδικάζουν αύτούς πού παραβαίνουν τό νόμο Του.
Πάντοτε άπορρίπτουν τήν άμαρτία- ποτέ τόν άμαρτωλό. Καί γιά νά οδηγήσουν στή μετάνοια καί στή λύτρωση τόν άμαρτωλό, ύποδεικνύουν τά λάθη του καί μιλούν για τόν Λυτρωτή. Αύτό δέν εΐναι ρατσισμός.
Αύτό είναι ένδιαφέρον άγνό, φροντίδα μέ πόνο γιά τήν ψυχή, άγάπη ειλικρινής γιά τόν άνθρωπο.
Τό νά άπορρίπτεις τόν άλλον καί να θέλεις νά τόν καταδικάσεις, νά τόν έξαφανίσεις άπό τόν όρίζοντά σου, γιατί πιστεύει στό Θεό καί άκολουθεΐ τά προστάγματά Του, γιατί είναι διαφορετικός καί ή ζωή του σέ έλέγχει, αύτό εΐναι ρατσισμός.
Καί δυστυχώς αύτός ό ρατσισμός έμφανίζεται στις μέρες μας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”