Το 2002 κάποιο ανδρόγυνο ευσεβές, με καταγωγή από ένα χωριό του Δομοκού και που διέμενε στην Κοζάνη, πήγαν για προσκύνημα μια μέρα στην Παναγία της Ξυνιάδος.

Στην επιστροφή τους σε κάποια διασταύρωση βλέπουν έναν ρασοφόρο ηλικιωμένο που κρατούσε στο χέρι του μια τσάντα να κάνει σήμα για να τον πάρουν.

Όταν σταμάτησαν δίπλα του, τους λέει:

– Έρχεστε από το Μοναστήρι, μπορείτε να με πάρετε μαζί σας μέχρι τα σύνορα με τον νομό Καρδίτσας;

– Ευχαρίστως, Γέροντα του λένε. Μπείτε στ’ αυτοκίνητο.

Σαν μπήκε μέσα και τον πρόσεξαν καλύτερα, απόρησαν για τα παλιά και σκονισμένα ράσα του και την ακόμα πιο παλιά και περίεργη τσάντα με δύο τμήματα που ανοιγόκλειναν, έμοιαζε σαν βαλιτσάκι και κούμπωνε αυτόματα ψηλά με κάτι γερά ξυλάκια μ’ ένα κρακ (Ο γράφων την ήξερε αυτή την τσάντα με μαύρο χρώμα), ενώ κι ο ίδιος φαινόταν να μην ανήκει σ’ αυτή την εποχή, είχε κάτι παράξενο κι η σύζυγος άρχισε κάπως να φοβάται.

Σαν πέρασαν το Νέο Μοναστήρι, κοντά στα σύνορα δηλαδή, ζήτησε να σταματήσουν να κατέβει. Στις αντιρρήσεις τους που θα πάει σ΄ αυτή την ερημιά, τους ξαναλέει:

– Δεν πειράζει, κατεβάστε με εδώ.

Μόλις ξεκίνησαν και πριν προχωρήσουν λίγα μέτρα, μετάνιωσαν που τον άφησαν, σκέφτηκαν τι θα κάνει ο άνθρωπος εδώ μόνος του, πως θα ταξιδέψει κι αμέσως ξαναγυρίζουν, αλλά είχε χαθεί, άφαντος, ενώ το μέρος φαινόταν όλο.

Αναρωτήθηκαν ποιος να ήταν άραγε και μετά την εκταφή του σκηνώματος του π. Βησσαρίωνος τον αναγνώρισαν από τις φωτογραφίες στην τηλεόραση και συγκλονίστηκαν!

Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Βησσαρίων και η Θαυμαστή Πορεία του»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ