Ο πατήρ Δημήτριος Χήτος μας θυμίζει τις αγνές αναμνήσεις του από το Ιερό Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων, ως νεαρός ψάλτης κάποτε στο χωριό της μητέρας του στο Χαροκόπι Ιωαννίνων.
“Το Ιερό Σαρανταλείτουργο”
Έθος Ιερό αποτελεί για την πατρίδα μας η τέλεση του Ιερού Σαρανταλείτουργου των Χριστουγέννων, έθος ιερό και πανάρχαιο!
Το Σαρανταλείτουργο είναι ταυτισμένο με τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων και είναι η μόνη λειτουργική δραστηριότητα, πέραν της νηστείας, που συνοδεύει την περίοδο αυτή, σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Σαρακοστή που ενώ είναι αυστηρή νηστεία, ταυτόχρονα είναι η πλουσιότερη λειτουργική περίοδος του έτους με τα μεγάλα Απόδειπνα, τις Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, τους κατανυκτικούς εσπερινούς κ.τ.λ.
Συγκρίνοντάς την με την Μεγάλη Σαρακοστή, η Σαρακοστή των Χριστουγέννων φαίνεται πολύ φτωχή!
Κι όμως, ο πλούτος της είναι το Ιερό Σαρανταλείτουργο, η καθημερινή τέλεση της Αναιμάκτου Θυσίας, η “συγκέντρωση” σαράντα Λειτουργιών για την ωφέλεια των ζώντων και των κεκοιμημένων με αφορμή την Γέννηση του Χριστού.
Η Αγία μας Εκκλησία όλες αυτές τις σαράντα μέρες μέσα από την καθημερινή Θεία Λειτουργία, την υπέροχη υμνολογία και τη νηστεία μας προετοιμάζει κατάλληλα να υποδεχθούμε τη Θεία Γέννηση και να τη βιώσουμε.
“Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!” Διότι προσωπικά είχα την ιδιαίτερη ευλογία να ζήσω και να βιώσω πολλά Σαρανταλείτουργα από τη ψαλτική μου διακονία σε ένα χωριό, που τηρεί απαρέγκλιτα την παράδοση του Σαρανταλείτουργου των Χριστουγέννων επί αιώνες.
Και ήταν τόσο έντονα όσα με αξίωσε ο Θεός να ζήσω εκείνα τα χρόνια που θα με συνοδεύουν για πάντα, αφήνοντάς μου την αίσθηση και την πεποίθηση ότι ποτέ ξανά δεν θα έχω τέτοιο ευλογημένο Σαρανταλείτουργο, ούτε ακόμη και τώρα ως Λειτουργός έμπροσθεν του Θυσιαστηρίου!
Από 15 Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα, κάθε πρωί στις 5:30 Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
Οι πιστοί ενορίτες και ειδικά όσοι είχαν “χάσει” δικό τους άνθρωπο μέσα στο χρόνο, συνεπείς στις επιταγές της παραδόσεως των γονέων τους, εξασφάλιζαν όλα τα απαραίτητα για το σαρανταλείτουργο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών. Λάδι, ανάμα, ένα κιλό κερί, λαμπάδες για την Αγία Τράπεζα, σαράντα λειτουργιές και όλα όσα χρειάζονται για σαράντα Θείες Λειτουργίες, μαζί με το φιλοδώρημά τους.
Η αποστολή μας ήταν ιερή επιτέλεση καθήκοντος υπό αντίξοες συνθήκες. Έπρεπε για σαράντα μέρες να ξυπνάς στις 4:30 το πρωί εν καιρώ χειμώνος και ο καημένος ο παπάς, που έπρεπε πριν το λογικό του ποίμνιο να φροντίσει και το άλογο ποίμνιο του που αποτελούνταν από καμιά τριανταριά προβατάκια, ξυπνούσε πολύ νωρίτερα.
Οι γηραιότεροι μας επέπληταν καλοπροαίρετα για την ώρα τελέσεως του σαρανταλείτουργου:
“Αυτό π’ κάνετε εσείς δεν είν’ σαρανταλείτουργο, το σαρανταλείτουργο γένεται νύχτα” μας έλεγε ο Γάκη Σκανδάλης, ενώ ο μπάρμπα Γιάνν’ Βαγγέλης συμπλήρωνε “έχει δίκιο ο Γάκ’ς εγώ μαθητής του Δημοτικού ξελειτουργούσα τον Παπά ‘κονόμο και πήγαινα στην εκκλησιά στις 3 το πρωί!”
Οι επιπλήξεις με προβλημάτισαν και το άκουσμα του περίεργου ονόματος εκείνου του θαυμαστού Λευΐτου με έκαναν να αναζητήσω περισσότερες πληροφορίες. Και πράγματι, ο άοκνος εκείνος παπάς που το όνομα του δεν το γνωρίζει κανείς, διότι το αντικατέστησε ως προσωνύμιο το οφφίκιο του Οικονόμου, ήταν λειτουργικότατος και τυπικότατος στα ιερατικά του καθήκοντα.
Ο μπάρμπα Γιάννης, άνθρωπος του Σχολαρχείου, με σέβας, αξιοπρέπεια και καθολική αποδοχή στο χωριό, μου είχε διηγηθεί τα πάντα για τα σαρανταλείτουργα εκείνα. Ήταν τα χρόνια προ του πολέμου που μαθητής ακόμα του σχολείου μαζί με άλλους συμμαθητές του βοηθούσαν τον Παπά ‘κονόμο, με αντάλλαγμα μια λειτουργιά!
“Είχαμαν πείνα Δημητράκ’ ” μου έλεγε. Ο Παπά ‘κονόμος λειτουργούσε ξημερώματα, στον αρχαίο εκείνο Αϊ Ταξιάρχη του 1601 που σήμερα δεν υπάρχει, και οι μικροί του ψάλτες προσπαθούσαν να είναι συνεπείς στα καθήκοντά τους.
“Λειτουργούσαμαν νύχτα και το μόνο φως ήταν τα καντήλια και τα κεριά” έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης “και όταν απόλαγε η εκκλησιά, απορούσαμαν πού ήταν όλες αυτές οι γ’ναίκες μέσα στο σκοτάδ’ κι έβγαιναν μία-μία απ’ το γυναικωνίτ’ ντυμένες στα μαύρα, με τα μαντήλια τς στο κεφάλ’, για να πάρ’ν αντίδωρο!”
Κι εδώ έχω να σημειώσω ότι τότε αντελήφθην ότι η μαθητική συμμετοχή στο σαρανταλείτουργο ήταν η αιτία της ύπαρξης τόσων ψαλτών στο χωριό αυτό.
Τα δικά μας σαρανταλείτουργα δεν τελούνταν τόσο νωρίς, αλλά δεν υστερούσαν σε κατάνυξη, ευλογίες και ανείπωτα βιώματα. Ο κόπος πολύς, το ψύχος δριμύ και η ευλογία μεγάλη.
Αν και λειτουργούσαμε στις 5:30 το πρωί κι όχι στις 3:00, δεν έπαυε να είναι ακόμη νύχτα. Και κάθε χρόνο, κάθε σαρανταλείτουργο ήταν ένα μεγάλο δώρο, κάθε χρόνο γέμιζα με νέες εμπειρίες και βιώματα.
Ειδικά όταν συμμετείχαν στα “σαραντάρια”, όπως τα αποκαλούσαν, γριές χήρες που μνημονεύανε τους κεκοιμημένους συζύγους τους. Όπως, η Κατερίνη του Γιάνν’ Τσιόδουλου, η Βασίλω του Γιάνν Κουρέα, η Αντών’ Κολοβαίσια και άλλες πολλές πονεμένες υπάρξεις, που πλέον έχουν κι αυτές μεταβεί στα Ουράνια Σκηνώματα.
Θυμάμαι την Γιανν’ Τσιουδλήϊνα, έτσι ήταν γνωστές κι όχι με τα βαφτιστικά τους, που με σταμάτησε ένα απόγευμα στο δρόμο που πήγαινα για τον εσπερινό και με φώναξε “έλα ‘δω καλό μ’ παιδί, πάρε αυτό από μένα ” και με μια γρήγορη κίνηση μου πέρασε στη χούφτα ένα χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ.
“Τί είναι αυτό;” την ρώτησα.
“Πάρ’ το από μένα, από μένα λίγα κι απ το Θεό πολλά. Άμα γίν’ς παπάς καμιά φορά και θα χω πεθάν’ να με μνημονεύς”.
Έκανα υπακοή στα χρόνια και την επιθυμία της, κι αλήθεια σήμερα που πλέον είμαι ιερεύς δεν υπήρξε λειτουργία που να μην αναφέρω “Ιωάννου, Αικατερίνης” και την συμπάθεια μου και γειτόνισσα και κουμπάρα της “Ιωάννου, Αλεξάνδρας” και στην Προσκομιδή, αλλά και στην Αγία Αναφορά!
Η συμπάθεια μου λοιπόν, η θειάκω Γιάϊννα (Αλεξάνδρα ) χήρα του Γιανν’ Σκανδάλ’, “έχασε” τον άντρα της και του έκανε σαρανταλείτουργο. Ήταν μια γυναίκα κοντακιανή, ξερακιανή, με εμφανή τα σημάδια κάθε κακουχίας που βίωσε από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τότε στα 80… της που με αποκατεστημένα τα πέντε παιδιά της και σκορπισμένα άλλον στην Αθήνα κι άλλον στα Γιάννενα, είχε απομείνει μόνη και χήρα πλέον.
Έφερε κι αυτή τα απαιτούμενά της για το σαρανταλείτουργο, ζητώντας μου ως χάρη κάθε πρωί, που με το αυτοκίνητο θα περνούσα από το σπίτι του παπά να τον μεταφέρω, στη συνέχεια να έκανα μια στάση στην πόρτα της να την μεταφέρω κι αυτήν στην εκκλησία, γιατί το κρύο ήταν πολύ, η ανηφόρα μεγάλη και τα χρόνια ήδη περασμένα και θεωρούσε απαραίτητο να είναι κάθε πρωί στη λειτουργία που θα ήταν για τον μακαρίτη. Ποιός θα μπορούσε να αρνηθεί μια τόσο μικρή διευκόλυνση σε έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο;
Κι έτσι, επί σαράντα μέρες γινόμουν μάρτυρας μιας ιεροτελεστίας. Από πολύ νωρίς η θειάκω Γιάϊννα ξυπνούσε, ετοιμαζόταν και περίμενε στο παράθυρο του σπιτιού της να φανούν τα φώτα του αυτοκινήτου μου στ’ Κύρκ’ και τότε έπαιρνε το μπαστουνάκι και με γοργά βήματα έβγαινε στην είσοδο του οικοπέδου στο δρόμο και περίμενε.
Τί κι αν δεν τηρούσαμε το “νόμο” και δεν κάναμε το σαρανταλείτουργο του Παπά’κονόμου; δεν διέφερε και πολύ το δικό μας σαρανταλείτουργο από αυτά των διηγήσεων του μπάρμπα Γιάννη!
Μέσα στην εκκλησιά μόνα φώτα τα καντήλια και τα φωτιστικά του Αγίου Βήματος και του αναλογίου, σε εκκλησιά χωρίς θέρμανση, με το λάδι στα καντήλια να είναι παγωμένο και τα χνώτα μας να διακρίνονται στο ημίφως σε σημείο ώστε ο σκληραγωγημένος παπά Παύλος να ομολογεί ότι τα χέρια του “γαλάζιασαν” από το κρύο και δεν ένιωθε τον Αμνό κατά το “πρόσχωμεν τα Άγια τοις αγίοις”.
Δεν ήταν μια ή δύο μέρες αυτές, αλλά σαράντα συνεχόμενες με το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται συνεχώς κι ενώ όλα έμοιαζαν απόκοσμα μια ουράνια αγαλλίαση πλημμύριζε τις ψυχές μας.
Λειτουργούσαμε στο κρύο κι όμως νοιώθαμε τη θαλπωρή της Φάτνης του Χριστού. Λειτουργούσαμε στο σκοτάδι κι όμως μας φώτιζε το φως του Άστρου της Βηθλεέμ. Ζούσαμε Χριστούγεννα παρατεταμένα επί σαράντα ολόκληρες μέρες και νύχτες (Επσπερινοί, Όρθροι και Θείες Λειτουργίες).
Κάθε πρωί όταν με το γλυκοχάραμα “απολούσε” ο παπάς φεύγαμε “πλήρεις Πνεύματος Αγίου”.
Ήταν μεγάλη πνευματική τροφοδοσία η καθημερινή Θεία Λειτουργία. Και οι υπέροχοι ύμνοι των εσπερινών και των όρθρων, που οι θείοι υμνογράφοι της Εκκλησίας ως ιεροκήρυκες μάς παρουσίαζαν γλαφυρά ως ζωντανή εικόνα μπροστά στα μάτια μας όλες τις γιορτές των Αγίων της περιόδου αυτής, που έμοιαζαν να συμμετέχουν στην προϋπάντηση του Θείου Βρέφους.
Αλλά κι εκείνοι οι προεόρτιοι ύμνοι, “Σπήλαιον ευτρεπίζου, η Αμνάς γάρ ήκει, έμβρυον φέρουσα Χριστόν…”, ” Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων, προκύψασα γάρ άνωθεν, η παντάνασσα Μητροπάρθενος…”, και το χαρακτηριστικότατο “Αι αγγελικαί, προπορεύεσθε Δυνάμεις, οι εν Βηθλεέμ, ετοιμάσατε την Φάτνην”, τα Θεοτοκία του εσπερινού και του όρθρου, τα απόστιχα κ.τ.λ. σε ανήγαγαν “εις τας ουρανίας αψίδας”, όπως θα έλεγε και ο άγιος των γραμμάτων μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Με κορύφωμα τις υπέροχες καταβασίες των Χριστουγέννων “Χριστός γεννάται δοξάσατε..”που ήλπιζες η ακολουθία του Αγίου της ημέρας να είναι πλήρης για να τις ψάλλεις και ομοίως στη συνέχεια την “Τιμιωτέρα” σε ήχο α’.
Κι εκεί που νόμιζα ότι όλα αυτά είχα το “προτέρημα” να τα ζω και να τα απολαμβάνω μόνο εγώ, ερχόταν η θειάκω Γιάϊννα κάθε μέρα να τονίσει ότι ήταν πολύ ωραίες οι “ψαλμωδίες” και πως ενώ δεν καταλάβαινε τι ψάλλαμε, εν τούτοις τα ένοιωθε όλα!
Ομολογώ πως δεν ήταν λίγες οι φορές που υπέπεσε στην αντίληψή μου η μετά δακρύων και μετανοιών προσευχή της προσφιλούς μου θειάκως.
Ώ, Θεία Χάρις! Πώς αγράμματους “σοφίαν εδίδαξες;” Αυτή είναι η Πίστις των Ορθοδόξων, ζώσα!
Ο παπα Παύλος από την άλλη είχε “τάξη” στην προσκομιδή να μνημονεύει από μνήμης όλους τους κεκοιμημένους του χωριού, που τους είχε γνωρίσει εν ζωή!
Και τακτικά μου διηγούνταν και τα δικά του δύσκολα και ευλογημένα σαρανταλείτουργα, όταν προ τεσσαρακονταετίας νέος κληρικός είχε αναλάβει την γενέτειρα ενορία της ευρυτάτης κοινότητος, διαδεχθείς τους επίσης εναρέτους Παπά Πάνο, Παπά’κονομο, Παπά Γούλα και Παπά Λευτέρη.
Από 15 Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα γινόταν απόδημος από το μαχαλά του στο χωριό για να τελεί απρόσκοπτα το σαρανταλείτουργο, καθώς τις περισσότερες μέρες η ενορία ζούσε υπό το βάρος του ενός και πλέον μέτρου χιονιού, στα 1100 μέτρα υψόμετρο!
Ενίοτε ο παπάς μου διηγούνταν τα ενύπνιά του με μακαρίτες συγχωριανούς που τους μνημόνευε στη Θεία Λειτουργία, δείγμα ίσως της ευγνωμοσύνης τους στο πρόσωπο του.
Μετά το πέρας της Λειτουργίας μια ακόμη “αποστολή” είχε σειρά για να ολοκληρωθεί το σαρανταλείτουργο. Αναλάμβανα να μοιράσω τις λειτουργιές από το σαραντάρι στους γέρους και μοναχικούς ενορίτες.
Τι όμορφες στιγμές! Μέσα στη μοναξιά και το κρύο του χειμώνα θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε κάποιες ψυχές λιγότερο με την λειτουργιά, που ήταν η αφορμή, και περισσότερο με την παρουσία και την αφιέρωση χρόνου έστω για έναν καφέ.
Πώς να γινόταν να ζήσω ξανά εκείνα τα σαρανταλείτουργα; έστω και μια φορά. Αλλά τώρα πια… οι περισσότεροι έφυγαν, ο παπάς γέρασε, οι εποχές άλλαξαν!
Είθε Θεέ μου να έρθουν πάλι τα ευλογημένα εκείνα χρόνια. Κι αν δεν έρθουν αξίωσε με να κάνω το σαρανταλείτουργο εκείνο και πάλι στο υπερουράνιο Σου Θυσιαστήριο, μαζί με όλους αυτούς και κυρίως τη θειάκω Γιάϊννα…
Καλό Σαρανταλείτουργο και καλά Χριστούγεννα!
Ιερεύς Δημήτριος Β. Χήτος