Ευάγγελος ήταν το βαπτιστικό του όνομα και τον καλούσαν Άγγελο. Κι ήταν Άγγελος, όνομα και πράγμα. Διότι από μικρός ζούσε με υποδειγματική υπακοή, διατηρούσε την καρδιά του καθαρή και επιθυμούσε με σφοδρό πόθο να δοξάζει τον Θεό.
Οι γονείς του ήταν φτωχοί και γι’ αυτό το λόγο, ο πατέρας του αναγκάστηκε να ταξιδέψει στα ξένα και να δουλέψει ως εργάτης στη διώρυγα του Παναμά. Έτσι, ο μικρός Άγγελος που έμεινε πίσω βοηθούσε σε κάθε δουλειά μέσα κι έξω από το σπίτι.
Για όλα ήταν πρόθυμος: να φυτεύει, να σκαλίζει, να ποτίζει τον κήπο, να πηγαίνει και να φέρνει τα ζώα για βοσκή, να φυλάει τα πρόβατα.
Σχολείο δεν μπόρεσε να πάει παρά μόνο μια τάξη κι αυτή λειψή, γιατί ο δάσκαλός του συχνά αρρώσταινε.
Έτσι δεν μπόρεσε να μάθει εκεί γράμματα. Ωστόσο αγαπούσε το διάβασμα και γι’ αυτό, όταν βρήκε ένα βιβλιαράκι με το βίο του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτου, το πήρε κοντά του εκεί που έβοσκε τα πρόβατα και λίγο-λίγο άρχισε συλλαβιστά να διαβάζει.
Ωστόσο, μόλις σε ηλικία επτά χρονών, αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό του, τον άγιο Ιωάννη Ευβοίας, και να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει σ’ ένα κατάστημα που γνώριζε η μητέρα του.
Ήταν ένα μεγάλο μπακάλικο, όπου έβρισκε κανείς να αγοράσει απ’ όλα τα είδη. Εκεί βρήκε να εργάζονται άλλα δύο παιδιά. Τα παιδιά όμως αυτά είδαν πρόθυμο τον Άγγελο και του φόρτωναν όλες τις δουλειές. Ενώ, όταν ήταν οι δύο τους, είχαν κανονίσει να σκουπίζουν και να ποτίζουν τα λουλούδια εναλλάξ, όταν ήρθε εκείνος ως νέος υπάλληλος, τον έβαλαν να τα κάνει όλα μόνος του.
Ο μικρός όμως Άγγελος δεν σκεπτόταν πονηρά, ούτε παραπονιόταν. Έκανε πάντα με χαρά ότι του ζητούσαν.
Φαίνεται ότι στην αρχή το αφεντικό δεν μιλούσε. Τους άφηνε να τα κανονίζουν μεταξύ τους. Κάποτε όμως μια απλή κίνηση του μικρού Άγγελου τράβηξε την προσοχή του αφεντικού.
Τον είδε να σκουπίζει και να μαζεύει με προσοχή μερικά σπυριά του καφέ που είχαν πέσει κάτω. Τα ξεχώρισε λοιπόν και τα έβαλε στο τσουβάλι.
Θαύμασε το αφεντικό το πνεύμα οικονομίας του μικρού και φώναξε αμέσως όλους τους άλλους, για να τους διδάξει ότι δεν πρέπει εύκολα να πετάνε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Επιπλέον τους επέβαλε τη σωστή κατανομή της εργασίας, ώστε να μη σηκώνει όλο το βάρος ο μικρός Άγγελος.
Από τότε το αφεντικό του τον αγάπησε ιδιαίτερα και πάντοτε τον προστάτευε. Ύστερα από δύο χρόνια όμως έφυγε για τον Πειραιά, για να συνεχίσει να εργάζεται στο μπακάλικο ενός συγγενούς του.
Ωστόσο παντού ο Άγγελος αισθανόταν περισσότερο την προστασία του Θεού και σ’ Εκείνον εμπιστευόταν όλους τους πόθους και τις επιθυμίες του.
Μια μέρα άκουσε στο μαγαζί να γίνεται συζήτηση για το Άγιον Όρος. Εντυπωσιάστηκε. Σκέφθηκε ότι εκεί θα μπορούσε να πραγματοποιήσει όλα τα όνειρά του. Και ποιο ήταν το όνειρό του; Να μοιάσει στον άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη!
Να ζει μόνο για τον Θεό και να τον λατρεύει με όλη του την καρδιά! Σκέφθηκε λοιπόν να πάει στο Άγιον Όρος και να δει από κοντά αυτά για τα οποία μόνο άκουγε και θαύμαζε…
Πως να πάει όμως μόνος του, μικρό παιδί; Και που να βρει χρήματα;… Πολλά ήταν τα εμπόδια. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού όλα τα ξεπέρασε. Ζήτησε από το αφεντικό του το εισιτήριο για να πάει με το πλοίο μέχρι τη Χαλκίδα, για να πάει τάχα στη μητέρα του, αλλά συνέχισε τη διαδρομή μέχρι το Βόλο κι από εκεί μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Τον βρήκε ο ελεγκτής, αλλά τον λυπήθηκε. Τον μάλωσαν κι οι ναύτες αργότερα, αλλά δεν τον έδιωξαν.
Μια κυρία που είδε τη σκηνή και κατάλαβε ότι είναι φτωχό παιδί, τον κάλεσε και του έδωσε μια φέτα ψωμί με τηγανισμένες μαρίδες. Τις δέχθηκε ευχαρίστως.
-Μπράβο! της είπαν κάποιες άλλες κυρίες. Καλά έκανες και βοήθησες το καημένο.
-Τέλος πάντων, απάντησε εκείνη, κανονικά τέτοια αλητόπαιδα δεν πρέπει ούτε να τα κοιτάζει κανείς, ούτε να τους προσφέρει τίποτε… Αλλά τι να κάνουμε;… Βλέπετε είμαστε άνθρωποι.
Πρώτη φορά άκουγε να τον λένε «αλητόπαιδο» ο Άγγελος. Αλλά δεν αντέδρασε. «Όντως αλητόπαιδο είμαι», σκέφθηκε. «Αλήτης για την αγάπη του Χριστού»!
Ταξίδευε μόνος. Δεν φοβόταν όμως. Προσευχόταν θερμά και παρακαλούσε τον Θεό με τα λόγια ενός τροπαρίου που θυμόταν: «Φουρτουνιασμένη θάλασσα είναι η ζωή μου, Κύριε… Οδήγησέ με σ’ ένα λιμάνι, όπου θα ησυχάσει η ψυχή μου»*…
Πράγματι, ο Θεός οδήγησε τα βήματά του στο Περιβόλι της Παναγίας.
Ένας Γέροντας που πήγαινε στα Καυσοκαλύβια τον βρήκε στο λιμάνι, πριν επιβιβαστεί στο καράβι για Άγιον Όρος. Τον είδε μικρό και τον ανέλαβε υπό την προστασία του.
Πήγαινε στα Καυσοκαλύβια. Ο Άγγελος έζησε κοντά του με υποδειγματική υπακοή, γι’ αυτό και ο Θεός τον αξίωσε να γίνει πολύ σύντομα μοναχός και να αποκτήσει πολλά έκτακτα χαρίσματα.
Κι όταν αρρώστησε κι έπρεπε να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος μόλις σε ηλικία 19 ετών, ο νεαρός μοναχός υποτάχθηκε στο θέλημα του Θεού. Άλλωστε το είχε μάθει καλά.
Πάντα ο Θεός έχει το σχέδιο Του
Και στην περίπτωση του νεαρού μοναχού η Πρόνοια του Θεού προετοίμαζε ένα σύγχρονο Άγιο, τον όσιο Πορφύριο, ο οποίος ακολούθησε πορεία θαυμαστή και έγινε μέσα στον κόσμο φάρος φωτεινός, που έδινε ελπίδα στους ταξιδιώτες της ζωής.
* «Του βίου την θάλασσαν υψουμένην καθορών των πειρασμών τω κλύδωνι, τω ευδίω λιμένι Σου προσδραμών βο Σοι…» (Ψυχοσάββατο, Αναστάσιμος Κανών ήχου πλ. β’, ειρμός ς’ ωδής).
Νικηφόρος
Περιοδικό «Προς τη ΝΙΚΗ»,
Νοέμβριος 2016 – Τεύχος 801