Ερχόμουνα για άλλη μια φορά στον Άγιον Όρος με συνοδεία φοιτητών μου του Αρχαιολογικού Ιωαννίνων. Στο πρόγραμμά μας ήταν και η επίσκεψη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, που ασκήτευε στο Κουτλουμουσιανό κελλί «Παναγούδα».

Έτσι κατεβήκαμε από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο πυκνό και καταπράσινο δάσος της χαράδρας. Σε κάποιο ξέφωτο μια φραγμένη περιοχή τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων φιλοξενεί το απλό σπίτι του πατρός Παϊσίου.

Σταθήκαμε έξω από την απλή σιδερένια πόρτα. Περιμέναμε χτυπώντας κατά διαστήματα το κουδουνάκι, τραβώντας το σχοινί. Ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα. Ο γέροντας δεν άνοιγε αμέσως. Εξασκούσε με τον τρόπο του στην υπομονή τους επισκέπτες του. Και τους δοκίμαζε και λιγάκι. Έτσι έγινε και με εμάς…

Με κάποιο δέος φθάνουμε ως το κατώφλι του. Μας καλοδέχεται ένας λεπτός, χαμογελαστός άνθρωπος. Μας χαιρετά με απλότητα, χωρίς καμιά προσποίηση. Από την πρώτη στιγμή συναντηθήκαμε πνευματικά και συνεννοηθήκαμε. Σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ομάδα των φοιτητών ήταν προετοιμασμένη γι αυτό. Γιατί είχε ακούσει πολλά και ήταν έτοιμη για όλα. Εκτός από ένα.

Κι αυτό φάνηκε στην πρώτη αυτή συνάντηση. Όταν έξω στην αυλή ασπάσθηκαν το χέρι του πάτερ Παΐσιου, έμειναν ακίνητοι, αμήχανοι, άφωνοι, κοιτάζοντας αυτόν τον ισχνό και απλοϊκό μοναχό, με το φτωχό του ζωστικό και τον καλογερικό σκούφο, ήρεμος να τους υποδέχεται με χαμόγελο και με μια απλή φράση για τον καθένα.

Είχαν ακούσει για γίγαντα του πνεύματος, για μεγάλο ασκητή, για τον οποίο πολλά θαυμαστά διηγούνταν στις συνάξεις των σαλονιών τους οι ευσεβείς φιλοαγιορείτες των πόλεων, αλλά αυτός που στέκονταν μπροστά μας ήταν ένας απλός, καλοκάγαθος γέροντας που δεν φαινόταν να έχει τίποτε το ιδιαίτερο.

Στάθηκε απλά κοντά μας, μας κέρασε το καθιερωμένο λουκούμι, μας έφερε νερό σε κύπελλο από την κοντινή βρύση, μερικά μέτρα παραπέρα. Ανάλαφρος, με απλές και εύκολες κινήσεις, με ένα πρόσωπο γεμάτο φώς, οικείος και ζεστός.

Τόλμησα τον πρώτο λόγο, έτσι, για να πω και κάτι.

– Πάτερ Παΐσιε, από την πυκνή βλάστηση που έχετε εδώ υποθέτω ότι θα περνάτε βαρύ και βροχερό χειμώνα, με πολλή υγρασία.

– Ναι, απάντησε απλά βλέποντάς με μέ σημασία, αλλά έρχεται και το καλοκαίρι.

Έτσι άρχισε η συζήτηση. Μια συζήτηση που ξεκίνησε απλά και συνηθισμένα για να αποκτήσει, όσο προχωρούσε η ώρα, άλλο περιεχόμενο. Γιατί ο γέροντας ήξερε ένα δρόμο ξεχωριστό για τους νέους. Με το δικό του απλό παιδαγωγικό σύστημα τους οδηγούσε, με τρόπο μαγικό, μέσα από πρωτοφανέρωτα μονοπάτια της σκέψης.

Τον ρώτησαν:

– Γέροντα, πως βλέπετε την πορεία του σημερινού κόσμου γενικά, το μέλλον του Ελληνισμού και το δρόμο που πορεύεται η Ορθοδοξία;

Απάντησε απλά:

– Όλα εξαρτώνται από τον αγώνα που κάνουμε όλοι μας να κρατήσουμε λίγο προζύμι. Καλό σημάδι η ανανέωση του Όρους. Είναι το προζύμι. Θα μας φυλάξει ο Θεός και θα μας λυπηθεί, κι ας μη το αξίζουμε.

Αν ξέρω ότι έμεινε έστω και ένας Έλληνας Ορθόδοξος, δεν θα φοβηθώ. Θα έχω την ελπίδα μου στον Θεό. Τώρα θέλει πολλή προσευχή. Να στέλνουμε μηνύματα προς τα επάνω. Μόνο ο Θεός θα μας σώσει από τη μεγάλη πυρκαϊά που έζωσε την εποχή μας.

Τον ρώτησαν οι φοιτητές:

– Τί αξίζει περισσότερο, η ποσοτική ή η ποιοτική προσευχή.

– Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η καρδιακή προσευχή αξίζει. Ο πόνος των άλλων να γίνεται πόνος δικός μας. Τότε δεν μπαίνει ζήτημα χρόνου.

Πάνω σ’ αυτό ο γέροντας θυμήθηκε το νεαρό ασυρματιστή, όταν στα χρόνια του πολέμου υπηρετούσε στο Αγρίνιο: Όταν λέει κανείς, τί κάνουν οι καλόγεροι με την προσευχή; Γιατί δεν βγαίνουν έξω να βοηθήσουν την κοινωνία;

Είναι σα να λες στον ασυρματιστή στο στρατό, άσε τον ασύρματο και πιάσε το τουφέκι. Αλλά χωρίς τον ασύρματο χάνεται η επαφή και ο στρατός καταστρέφεται.

Μέσα στις πολλές ερωτήσεις και τούτη η κάπως αναπάντεχη.

– Πάτερ Παΐσιε, πώς βλέπετε την Ελλάδα στην Ευρώπη;

Ο γέροντας σκέφθηκε πολύ πριν απαντήσει. Μίλησε αργά και με βαθύ στοχασμό.

– Τη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας και την Κατοχή την αντέξαμε και την ξεπεράσαμε. Την πνευματική σκλαβιά και κατοχή πώς θα την ξεπεράσουμε;

Όσο προχωρούσε η συζήτηση, καταστάλαζε ανεπιφύλακτα η άποψή μου για την προσωπικότητά του. Τη σημειώνω εδώ με μια γραμμή: «Έχει απλότητα κι αλήθεια μέσα του. Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του».

Πήρε να βραδιάσει κι έπρεπε να αφήσουμε τον γέροντα στην ησυχία του. Τα κασετοφωνάκια έκλεισαν αοράτως μέσα στα σακίδια των παιδιών, παρόλο που ο γέροντας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το είχε αντιληφθεί. Καθώς μας οδηγούσε στην εξωτερική πόρτα, ο μικρότερος των φοιτητών ξαφνικά ρώτησε:

– Πάτερ, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να σας φωτογραφίσει, επειδή το φιλμ καίγεται!

Ο γέροντας κοντοστάθηκε.
– Τί είναι αυτά που διαδίδουν, παιδί μου; Εγώ μερικές φορές παρακαλώ να μη με φωτογραφίζουν, και ξέρω ότι με τη στάση μου στενοχωρώ τους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να φροντίζουμε το πρόσωπο της ψυχής μας και όχι το σαρκικό.

Αλλά δεν θέλω πάλι να μείνετε με τη σφαλερή εντύπωση. Ήρθατε και με επισκεφθήκατε με αγάπη, γι αυτό θέλω να σας το ανταποδώσω. Βγάλτε φωτογραφίες, αλλά για ένα μόνο λεπτό.

Πότε βγήκαν τόσες μηχανές από τα σακίδια των νεαρών, πότε άστραψαν τόσα φλας! Ο γέροντας στεκόταν με το χέρι ακουμπισμένο στην εξώπορτα και έλεγε με χαμόγελο:

– Τί βομβαρδισμός είναι αυτός! Τί φωτιές ανάβουν! Μακάρι να άστραφτε έτσι το φως και η λάμψη της αγάπης στο σημερινό κόσμο!

Σκοτείνιαζε. Αλλά η εικόνα του γέροντα Παΐσιου έμεινε ολοζώντανη και ολοφώτιστη μέσα μας.

Αθανάσιος Παλιούρας
Καθηγητής Πανεπιστημίου
«Ορθόδοξη Εικόνα και Πρόσωπο» (απόσπασμα από τον Τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία», της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου», Άγιον Όρος 1996)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ