Όπως γράφει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καλοκύρης, την παράδοση για την εύρεση του Σταυρού από την αγία Ελένη την γνωρίζει “ο ιστορικός Σωκράτης στις αρχές του 5ου αιώνος, σημειώνοντας ότι ‘η βασιλέως μήτηρ Ελένη εις τα Ιεροσόλυμα παραγενομένη τον Σταυρόν του Χριστού εύρε’ (Εκκλησιαστική ‘Ιστορία, Α’, κεφ. δ’. P.G. 67, 112 κ.έξ.).
Το ταξίδι της Αγίας Ελένης στην Ιερουσαλήμ προς ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Πίνακας του Altobello Melone (1490 ή 1491 – 1543).
Έπίσης την ίδια εποχή την γνωρίζουν οι ιστορικοί Σωζομενός (Εκκλ. Ιστορία, 4, Β’ κεφ. α’. P.G. 67, 929) και Θεοδώρητος (Εκκλ. Ιστορία, κεφ. ζ’. P.G. 82, 351) ενώ την φέρνουν στη Δύση, την ίδια περίοδο (τέλος του 4ου αρχές του 5ου αι.) ο Ιερώνυμος (P.L. 21, 641), Ρουφίνος (P.L. 21, 475), Παυλίνος, επίσκοπος Νόλας (P.L. 61, 317), Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) κ.ά. […]
Το άγαλμα της Αγίας Ελένης που κρατά τον Τίμιο Σταυρό στο Σπήλαιο της Εύρεσης του Τιμίου Σταυρού στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. Εδώ βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός και εκείνοι των ληστών.
Ότι λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός επί της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου παραδίδεται ως γεγονός από τις πηγές. Το διάστημα τώρα που μεσολαβεί από την εμφάνιση της παράδοσης ότι τον βρήκε η αγία Ελένη, είναι περίπου 50-60 χρόνια.
Το Σπήλαιο της Εύρεσης του Τιμίου Σταυρού στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα(με το κόκκινο βέλος).
Άρα οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας που ζούσαν τότε θα γνώριζαν άμεσα και ασφαλώς (όπως βέβαια και ο σύγχρονος τους λαός) το πότε, και από ποιόν βρέθηκε το (γενόμενο δεκτό) ξύλο του Σταυρού και ασφαλώς δεν θα συνηγορούσαν σε μια ψευδή πληροφορία σχετικά με το πρόσωπο που το έφερε στο φως. […] η αντικειμενικότητα απαιτεί (και γενικότερη διαμόρφωση της παγκόσμιας Ιστορίας επιβάλλει) να υπομνήσουμε ότι, και στην προκειμένη περίπτωση, η σιωπή των πηγών που ήταν σύγχρονες με την μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, δεν αποτελεί και τελειωτική απόδειξη (argumentum e silentio) κατά της εύρεσης του Σταυρού από την Αυγούστα. Η ισχυρή και έντονη παράδοση η οποία την συνδέει με τον Τίμιο Σταυρό από το τέλος του 4ου αιώνος, δεν επιτρέπεται να παραθεωρηθεί για κανένα λόγο.”
Καλοκύρης Κωνσταντίνος, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 104-106.