Το Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο εί­ναι μια πε­ρί­ο­δος του Εκ­κλη­σι­α­στι­κού έ­τους, κα­τά την ο­ποί­α η ορ­θό­δο­ξη ψυ­χή στρέ­φει τα μά­τια με βα­θειά κα­τά­νυ­ξη προς την Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο.

Ε­πί δε­κα­πέν­τε η­μέ­ρες, πριν α­πό την ε­ορ­τή της Κοι­μή­σε­ως, ση­μαί­νουν οι καμ­πά­νες την ώ­ρα του δει­λι­νού και τα πλή­θη των πι­στών πά­νε να ψάλ­λουν τον Μι­κρό και τον Με­γά­λο Πα­ρα­κλη­τι­κό Κα­νό­να.

Α­νά­λο­γη κα­τά­νυ­ξη έ­χει βέ­βαι­α και η πε­ρί­ο­δος των Χαι­ρε­τι­σμών της Πα­να­γί­ας.

Αλ­λά ε­νώ στους Χαι­ρε­τι­σμούς κυ­ρια­ρχεί ο υ­μνο­λο­γι­κός τό­νος, η θρι­αμ­βι­κή δο­ξο­λό­γη­ση των α­πεί­ρων χα­ρί­των της «Μη­τρός του Θε­ού γε­νο­μέ­νης», στους Πα­ρα­κλη­τι­κούς Κα­νό­νες του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου κυ­ρί­αρ­χος τό­νος εί­ναι το πέν­θος και η ο­δύ­νη της βα­ρυ­αλ­γού­σης ψυ­χής του πι­στού που ζη­τά πα­ρά­κλη­ση και πα­ρη­γο­ριά α­πό την Πα­να­γί­α.

Οι Πα­ρα­κλη­τι­κοί Κα­νό­νες, ο Μι­κρός και ο Μέ­γας η α­πλώς η Μι­κρή και η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση – ε­πει­δή δια των ύ­μνων αυ­τών οι πι­στοί πα­ρα­κα­λούν την Πα­να­γί­α να α­κού­ση και να ι­κα­νο­ποι­ή­ση τα αι­τή­μα­τά τους – ψάλ­λον­ται με­τά την Α­κο­λου­θί­α των ε­σπε­ρι­νών του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου, ε­ναλ­λάξ, δη­λα­δή την μί­α μέ­ρα ψάλ­λε­ται η Με­γά­λη και την άλ­λη η Μι­κρή.

Μό­νο κα­τά τους ε­σπε­ρι­νούς των Σαβ­βά­των και της Ε­ορ­τής της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Κυ­ρί­ου δεν ψάλ­λον­ται οι Πα­ρα­κλή­σεις και τού­το ε­πει­δή το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι πέν­θι­μο και ι­κε­τευ­τι­κό και δεν συμ­φω­νεί προς το χαρ­μό­συ­νο ύ­φος των ε­ορ­τα­στι­κών αυ­τών ύ­μνων.

Ε­κτός, ό­μως, α­πό την πε­ρί­ο­δο του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου η Μι­κρή, ι­δί­ως, Πα­ρά­κλη­ση ψάλ­λε­ται συ­χνά, «εν πά­ση πε­ρι­στά­σει και θλί­ψει ψυ­χής», εί­τε στους ι­ε­ρούς Να­ούς, εί­τε και κα­τ’ οί­κον, α­πό τους πι­στούς, οι ο­ποί­οι ε­πι­θυ­μούν να ι­κε­τεύ­σουν δι’ αυ­τής την Θε­ο­τό­κο και να ε­πι­κα­λε­σθούν την με­σι­τεί­α της.

Η δε δι­ά­κρι­ση των Πα­ρα­κλή­σε­ων σε Μι­κρή και Με­γά­λη ο­φεί­λε­ται α­πο­κλει­στι­κώς και μό­νον στην έ­κτα­ση, το μέ­γε­θος των τρο­πα­ρί­ων. Τα τρο­πά­ρια, δη­λα­δή, της Μι­κρής Πα­ρα­κλή­σε­ως εί­ναι μι­κρό­τε­ρα και συν­το­μώ­τε­ρα α­πό ε­κεί­να της Με­γά­λης.

Η Μι­κρή Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι ποί­η­μα κά­ποι­ου α­γνώ­στου υ­μνο­γρά­φου, ο ο­ποί­ος κα­τ’ άλ­λους μεν ω­νο­μά­ζον­ταν Θε­ο­στή­ρι­κτος και ή­ταν Μο­να­χός, κα­τ’ άλ­λους δε Θε­ο­φά­νης. Ό­πως φαί­νε­ται, ό­μως, πρό­κει­ται πε­ρί του ι­δί­ου προ­σώ­που, το ο­ποί­ο έ­γι­νε Μο­να­χός και α­πό Θε­ο­φά­νης με­τω­νο­μά­σθη­κε σε Θε­ο­στή­ρι­κτο.

Η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι έρ­γο του Θε­ο­δώ­ρου του Β , του Δου­κός, Βα­σι­λέ­ως της Νι­καί­ας, του ε­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου Λα­σκά­ρε­ως, ο ο­ποί­ος έ­ζη­σε πε­ρί τα μέ­σα του 13ου αι­ώ­νος και εί­ναι πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρος του Θε­ο­στη­ρί­κτου, του Μο­να­χού.

Οι δύ­ο Πα­ρα­κλή­σεις, πλην του Κα­νό­νος, πε­ρι­λαμ­βά­νουν στην Α­κο­λου­θί­α τους και Ψαλ­μούς, δε­ή­σεις υ­πέρ των ζών­των πι­στών, υ­πέρ των ο­ποί­ων τε­λούν­ται, και Ευ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή.

Το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι ι­κε­τευ­τι­κό, συγ­κι­νεί τους πι­στούς, δι­δά­σκει και προ­τρέ­πει αυ­τούς να προ­στρέ­χουν με θάρ­ρος και εμ­πι­στο­σύ­νη πάν­το­τε προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, την Με­γά­λη Μη­τέ­ρα τους, για να βρί­σκουν πα­ρη­γο­ριά και να λαμ­βά­νουν βο­ή­θεια στις α­νάγ­κες του.

Προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο­νάς ψάλ­λου­με και μεις με πί­στη και εκ βά­θους καρ­δί­ας τις ι­ε­ρές Πα­ρα­κλή­σεις και μα­ζί με τους ι­ε­ρούς υ­μνω­δούς, ας ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Βλέ­ψον ι­λέ­ω όμ­μα­τί σου και ε­πί­σκε­ψαι την κά­κω­σιν, ην έ­χο­μεν, και δει­νών συμ­φο­ρών και βλά­βης και κιν­δύ­νων και πει­ρα­σμών η­μάς λύ­τρω­σαι, α­με­ρή­τω σου ε­λέ­ει», με την α­κρά­δαν­τη βε­βαι­ό­τη­τα ό­τι «δεν θα πα­ρί­δη την πε­νι­χράν δέ­η­σίν μας, τον κλαυθ­μόν και τα δά­κρυ­α και τους στε­ναγ­μούς μας, αλ­λά θα πλη­ρώ­ση τας αι­τή­σεις μας», για να δο­ξά­ζου­με Αυ­τήν με­τά πό­θου πάν­το­τε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ