Ό ρασοφόρος Βασίλειος ήταν από μικρός βοσκός προβάτων. Πριν να έλθη στην Συχάστρια, ασκήθηκε ένα διάστημα στην σκήτη Κοζάντσεα της επαρχίας Μποντοσάνη.
Εκεί είχε το ίδιο διακόνημα. Και για την ενάρετη ζωή του ο πονηρός εχθρός του προξενούσε πολλούς πειρασμούς. «Ένα βράδυ, όταν διάβαζε το ψαλτήρι, του εμφανίσθηκε ο διάβολος με την μορφή ενός πουλιού, το οποίο μπήκε μέσα στην φωτιά, σκόρπισε τα αναμμένα κάρβουνα με αποτέλεσμα να ανάψουν φωτιά το ποιμνιοστάσιο και τα πρόβατα.
«Άλλοτε εφόβιζε το κοπάδι του, επήγαινε στα σκυλιά και τα σκότωνε. Και όλα αυτά επειδή δεν μπορούσε να υπομείνη την φλόγα της προσευχής του. «Όμως ο νέος στρατιώτης του Χριστού δεν τρόμαζε από τις παγίδες του διαβόλου και ουδέποτε άφηνε την σκέψη του να διασκορπίζεται κατά την ώρα της προσευχής του.
«Όταν ήλθε ο ρασοφόρος Βασίλειος στο μοναστήρι Συχάστρια με τούς αδελφούς του Γεώργιο και Κων/νο, δοκιμάσθηκαν από τον ηγούμενο με μια συγκεκριμένη άσκηση. Διατάχθηκαν επί τρεις ημέρας να παραμείνουν στην πόρτα του μοναστηριού με νηστεία και προσευχή, για να δοκιμασθεί η δύναμις της πίστεώς των.
«Όλη την ημέρα κτυπούσαν με το ραβδί τον κορμό ενός δένδρου και δεν μιλούσαν με κανένα. Το βράδυ έρχονταν ο οικονόμος και τούς ρωτούσε:
—Πέστε μου, αδελφοί, σάς είπε τίποτε το δένδρο;
—»Όχι, απαντούσαν αυτοί.
—Δεν πεινάει το δένδρο;
—»Όχι, έλεγαν οι αδελφοί.
—Να, έτσι πρέπει να υπομένη ο μοναχός στο μοναστήρι!
Κατόπιν ανεχώρησε χωρίς να τούς δώση να φάνε. Το ίδιο έγινε και το επόμενο βράδυ.
Την ημέρα ήλθε πάλι ο οικονόμος, πήρε τούς τρεις αδελφούς και τούς έφερε στην Εκκλησία.
Αφού προσκύνησαν, ο ηγούμενος τους ευλόγησε, τούς εξομολόγησε για όσα αμαρτήματα είχαν από την παιδική των ηλικία, τούς έδωσε φαγητό στην τράπεζα και την δεύτερη ημέρα τούς αξίωσε του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου. Κατόπιν τούς έδωσε κελιά και το ανάλογο διακόνημα.
Επί τρία χρόνια, ο ρασοφόρος Βασίλειος έζησε στον στάβλο του μοναστηριού. Ήταν πράος και γεμάτος από τόση αγάπη, ώστε αγαπούσε όλους, μέχρι και τα πρόβατα, τούς σκύλους και τα πουλιά του ουρανού.
Παράλληλα η άσκησις του ήταν η εξής: Κάθε ημέρα έτρωγε μόνο μια φορά, το απόγευμα στις 3 μ.μ. Εγνώριζε το ψαλτήρι και τις ωδές απέξω, τα οποία έλεγε καθημερινά πηγαίνοντας στα πρόβατα και χωρίς σκούφο στο κεφάλι. Την νύκτα έκανε 500 μετάνοιες και διάβαζε τούς βίους των αγίων, με τη σκέψη πάντοτε στην Κρίσι του Κυρίου.
Μία άλλη άσκηση αυτοΰ του μοναχού πού αγαπούσε τον Χριστό ήταν η φροντίδα για τους ησυχαστάς του δάσους. Τότε ασκήτευαν γύρω από το μοναστήρι της Συχαστρίας και την σκήτη τής Σύχλας περίπου 30 μοναχοί ερημίται και μοναχέ.
Ο αδελφός Βασίλειος ήταν ο φίλος των ερημιτών. «Όταν συναντούσε κανέναν στα βουνά ή στα δάση, χωρίς ακόμη να τον γνωρίζη, του έβαζε μετάνοια και του έλεγε:
—Ευλόγησον πάτερ, και προσεύχου για εμένα τον αμαρτωλό. «Έχετε καμιά ανάγκη τροφής από την στάνη; Εάν ο ερημίτης δεχόταν, ο αδελφός Βασίλειος του έφερνε την δεύτερη ήμερα τυρί, πατάτες, λαχανικά, αλάτι και αλεύρι. Και είχε αρκετούς ησυχαστάς, τούς όποιους εγνώριζε και τούς επισκεπτόταν στα κελιά των.
Κάποτε ερώτησε έναν ήσυχαστή:
—Πάτερ, τί να κάνω για να σωθώ;
—Αδελφέ, είπε ο γέροντας, προσευχήσου πάντοτε, κάνε υπακοή με αγάπη και να έχης ταπείνωση. Εάν φυλάξης αυτά τα τρία, εξάπαντος θα σωθής.
Το φθινόπωρο του έτους 1930 ο ρασοφόρος Βασίλειος έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο στα βουνά της Σύχλας. Εκείνη την ώρα πέρασε από εκεί ένας άγιος θαυμαστός ερημίτης, ο αρχιερεύς Ιωάννης με τον διάκο του. Αφού ευλόγησε και τους δύο ο επίσκοπος, όντας προορατικός, είπε προς τον μεγαλύτερο νέο:
—Αδελφέ Κωνσταντίνε, πες του αδελφού Βασιλείου να προετοιμάζεται να πηγαίνη εμπρός, διότι έχει να διανύση ένα μακρύ δρόμο.
Οι αδελφοί κατάλαβαν τα λόγια αυτού του αγίου ησυχαστοΰ. «Έξι μήνες αργότερα ο αδελφός Βασίλειος απεδήμησεν προς Κύριον, για την αιώνια και παντοτινή μακαριότητα.
Την άνοιξη του έτους 1931 αυτός ο ταπεινός υποτακτικός αρρώστησε και μεταφέρθηκε στο μοναστήρι. «Όταν κάποτε προσευχόταν μπροστά στην εκκλησία, είδε μια φοβερή οπτασία. Από τον φόβο του άρχισε να φωνάζη με δυνατή φωνή:
—Υπεραγία Θεοτόκε, ελέησον με. Ενώ προς τους πατέρας που συγκεντρώθηκαν κοντά του τους είπε:
—Προσκυνάτε, πατέρες, προσκυνάτε. Να, ήλθε η Δέσποινά μας. Η Μητέρα του Κυρίου με τον Σωτήρα στην αγκαλιά της είναι μπροστά μας. Να την, στέκεται από πάνω μας.
—Αδελφέ Βασίλειε, τί φωνάζης έτσι δυνατά; Τον ερώτησαν οι πατέρες.
—Πατέρες, όταν προσευχόμουν μπροστά στην εκκλησία, ξαφνικά παρουσιάσθηκε ένα πλήθος από πάρα πολύ φοβερούς δαίμονας με φλογερά ραβδιά στα χέρια, πού άρχισαν να με δαγκώνουν άγρια και να φωνάζουν:
—Μάταια προσεύχεσαι, διότι δεν θα σωθής. Εσύ είσαι δικός μας, διότι είσαι αμαρτωλός.
—Τότε άρχισα να φωνάζω με ελπίδα προς την Θεοτόκο. Εκείνη την στιγμή κατέβηκε από τον ουρανό ένα λευκό σύννεφο γεμάτο από φως και στάθηκε πάνω από την εκκλησία. Μέσα στο σύννεφο είδα την Θεομήτορα με τον Ιησού στην αγκαλιά της, που μου έλεγε τα εξής:
—Μη φοβάσαι, διότι μετά από τρεις ημέρες έρχεσαι μαζί μας. Κατόπιν μας ευλόγησε όλους ο Σωτήρ και επέστρεψε με την Μητέρα Του στον ουρανό.
—Πατέρες, μεγάλη δύναμη και παρρησία έχει η Θεομήτωρ ενώπιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πάρα πολύ επακούει στις προσευχές μας.
—Αδελφέ Βασίλειε, είπε ο ηγούμενος, μη σε εξαπατά ο εχθρός.
Απόστρεψε τον νου σου απ’ αυτά και πρόσεχε πολύ, διότι πολλές είναι οι παγίδες του.
Μετά είπε στους άλλους:
—»Αν μετά από τρεις ημέρες ο αδελφός Βασίλειος αναχώρηση από εμάς, τότε πράγματι του το φανέρωσε η Θεοτόκος. Εάν όχι, τότε πλανήθηκε από τον διάβολο.
Μετά από τρεις ακριβώς ημέρες, την ίδια ώρα, ο αδελφός Βασίλειος Ίλλίε εκοιμήθη εν Κυρίω με την προσευχή στα χείλη.
Ποιός ξέρει πόσοι ερημίται προσεύχονται αυτή την στιγμή για την ανάπαυση της ψυχής του.
Από το βιβλίο: «ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ»
Μετάφρασις – Επιμέλεια: Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, 1984
«Εκδοσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη»