Ανάμεσα στα βουνά Χελιδόνα και Καλιακούδα, βρίσκεται το Ιερό Μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της. Περικυκλωμένο από βουνά και βράχους, πάνω από βραχώδη ποταμό, φωλιασμένο σε φυσική σπηλιά βρίσκεται ο ναός και τα υπόλοιπα κτίρια.

Εκεί βρίσκεται η ιστορική και θαυματουργή, θαυμάσια σε ωραιότητα και θέα Εικόνα της Παναγίας. Περί το έτος 830 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ο εικονομάχος εξαπέλυσε μεγάλο διωγμό εναντίον των Εικόνων, πού ήταν και ο τελευταίος.

Κύριος δε στόχος εξαφάνισης ήταν οι Εικόνες εκείνες, τις όποιες οι πιστοί είχαν σε τιμή και ευλάβεια ως θαυματουργές, για να καμφθεί έτσι το ηθικό των χριστιανών Ορθοδόξων.

Τότε, η Εικόνα αυτή της Θεοτόκου βρισκόταν στον κεντρικό Ναό της πόλεως της Προύσας στη Μ. Ασία. Ήταν γνωστή και άκρως προσφιλής στους κατοίκους της πόλεως και της περιοχής για τα τελούμενα μέσω αυτής θαύματα της Παναγίας.

Όταν έφθασε και στην Προύσα η διαταγή του αυτοκράτορα, ένας νέος της πόλεως πολύ ευσεβής και από ευκατάστατη οικογένεια, εμπρός στο ενδεχόμενο η πολύτιμη αυτή Εικόνα να καταστραφεί, στην οποία και ο ίδιος είχε μεγάλη ευλάβεια, από θείο ζήλο κινούμενος, θέλησε πάση θυσία να τη διασώσει.

Την πήρε λοιπόν κι έφυγε με σκοπό να έλθει στην Ελλάδα. Ενώ είχε φθάσει στην Καλλίπολη (Εύξεινος Πόντος), κατά παράδοξο τρόπο την έχασε και ως ήταν φυσικό περιήλθε σε μεγάλη θλίψη γι’ αυτό.

Μέσα στον ψυχικό του πόνο και την αγανάκτηση, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει πίσω και αφού ως πλούσιος που ήταν είχε πάρει μαζί του αρκετά χρήματα, ήλθε και κατοίκησε στη Νέα Πάτρα, πού σήμερα ονομάζεται Ύπατη και βρίσκεται στο νομό Φθιώτιδας.

Προσευχόμενος απευθύνθηκε στην Παναγία λέγοντας ότι: «Αν η Θεοτόκος και Δέσποινα θέλησε να φυλάξει μόνη της και άβλαβη την Εικόνα της, γενηθήτω το θέλημα της».

Το μέρος πού τώρα είναι το Μοναστήρι της Προυσιώτισσας, πριν ήταν τελείως άγνωστο, δύσβατο, απρόσιτο και ανώνυμο. Υπήρχαν μόνο κάποιες καλύβες βοσκών στην απέναντι πλαγιά, ώσπου κάποια μέρα, συνέβη το έξης:

Ένα παιδί βοσκού μια νύκτα απέναντι του, άκουσε και είδε ότι από τον άβατο εκείνο τόπο της σπηλιάς έβγαινε ένα φως σαν φωτεινός στύλος και υψωνόταν προς τον ουρανό, άκουσε δε από τη σπήλιά γλυκούς και απαλούς μελωδικούς ύμνους.

Έφυγε φοβισμένο και πήγε στον πατέρα του και τού είπε όσα είδε κι άκουσε. Ο πατέρας του νομίζοντας ότι το παιδί φοβάται, προσπάθησε να το καθησυχάσει, άλλα εκείνο επέμεινε, ώσπου ήλθε ο ίδιος και είδε και άκουσε τα ίδια.

Την άλλη ήμερα πήγε και έφερε και άλλους βοσκούς και όλοι μαζί πλησίασαν το μέρος βλέποντας την ιερή Εικόνα στη σπηλιά να αστράφτει και να φεγγοβολάει.

Με συγκίνηση και κατάνυξη την προσκύνησαν και γέμισαν από χαρά και αγαλλίαση για το θησαυρό που βρέθηκε στην περιοχή τους. Τους έμεινε όμως ως απορία, ο εκεί ερχομός της.

Στη συνέχεια τακτοποίησαν το μέρος στη σπηλιά και άναβαν καθημερινά κεριά, λιβάνι .

Το χαρμόσυνο γεγονός της ευρέσεως της Εικόνας από τους βοσκούς, διαδόθηκε στη γύρω περιοχή και όχι μόνο, οπότε πήγαιναν αρκετοί παρά το δύσβατο να δουν και να προσκυνήσουν.

Για το γεγονός αυτό άκουσε και ό νέος που κατέληξε στην Υπάτη, από τη Μ. Ασία και ήταν αυτός που πήρε την εικόνα από την Προύσα.

Πήρε λοιπόν κάποιους δικούς του και με κόπο πολύ έφθασε στη φυσική σπηλιά και όταν αντίκρισε τη γνωστή του Εικόνα έπεσε σε μια συνεχή προσκύνηση, δοκίμασε ανέκφραστη πνευματική αγαλλίαση και συγκλονισμό ψυχής.

Οι βοσκοί διαπίστωσαν, ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πράγματι σχέση με την Εικόνα, και αφού τους διηγήθηκε το πώς και πού την έχασε, τους έδωσε φιλοδώρημα, τους έπεισε και έλαβε την Εικόνα και έφυγε για την Ύπατη.

Προκειμένου δε να την πάρει τους είπε ότι εκεί πρόκειται να κτίσει Ναό και ότι το μέρος αυτό στο δύσβατο σημείο δεν προσφέρεται στον ερχομό προσκυνητών επειδή θα κουράζονται πολύ.

Παρά ταύτα στο βάθος οι βοσκοί λυπήθηκαν πού στερήθηκαν ενός τέτοιου «θησαυρού» από τον τόπο τους.

Καθώς έφθασε ο νέος εκείνος άρχοντας με τους δικούς του σε ένα σημείο, κουρασμένοι κάθισαν για ξεκούραση και για λίγο κοιμήθηκαν. Όταν όμως ξύπνησαν, διαπίστωσαν ότι έλειπε η Εικόνα.

Τότε ο νέος σκέφθηκε πώς οι βοσκοί τους παρακολουθούσαν και βρήκαν την ευκαιρία του ύπνου και άρπαξαν την Εικόνα και αμέσως γύρισε πίσω για να τους συναντήσει.

Καθώς όμως επέστρεφαν, άκουσε υπερφυσική φωνή να τού λέει: «Ώ νέε, σώζου, πήγαινε στο καλό και μην κουράζεσαι, γιατί εγώ αναπαύομαι καλύτερα ανάμεσα στους άγριους αυτούς τόπους με ανθρώπους χωρικούς και βοσκούς παρά με πολιτισμένους και αιρεσιάρχες.

Αν θέλεις να μείνεις μαζί μου, έλα εκεί πού με βρήκες και θα είναι για το καλό σου». Από αυτό το γεγονός συγκλονίσθηκε και δέχθηκε απόλυτα ότι θαυματουργικά έφυγε η Εικόνα και ότι θέλημα της Παρθένου είναι να μείνει εκεί στη σπηλιά.

Άφησε τους δικούς του να επιστρέψουν στη βάση τους, εκτός από ένα πολύ πιστό πού δέχθηκε να τον ακολουθήσει, οπότε μαζί γύρισαν στη σπηλιά και βρέθηκαν μπροστά στην Εικόνα.

Εκεί, αφού ο νέος προσευχήθηκε επί μακρόν, ισχυροποιήθηκε η θέληση του να μείνει ισόβια εκεί. Περιττό δε να τονιστεί το πόσο χάρηκαν οι βοσκοί. Ο νέος αυτός έγινε στη συνέχεια Ιερομόναχος της ευρύτερης περιοχής και επονομάσθηκε Διονύσιος, ο δε βοηθός του Τιμόθεος.

Έζησαν ασκητικά στο χώρο, και διαμόρφωσαν τη σπηλιά σε μικρό ναό.
Επειδή λοιπόν η Εικόνα ήλθε από την Προύσα της Μ. Ασίας, αυτή και το Προσκύνημα (Μονή), ονομάστηκε και είναι γνωστή πλέον στους αιώνες ως «Παναγία ή Προυσιώτισσα».

Στο όλο δε θέμα δε χωρά λογική, ενώ το γεγονός κινείται στη σφαίρα του πνεύματος της χριστιανικής πίστεως και του μεταφυσικού στοιχείου.

Η θαυματουργός Εικόνα παρά την τόση ηλικία της και το υγρό τοπίο της περιοχής το χειμώνα, διατηρείται τόσο θαυμάσια σαν να έγινε τώρα. Βλέποντάς την εκεί δίπλα στον κυρίως Ναό, δηλαδή στη διαμορφωμένη σπηλιά, εκπέμπει μεγάλη συγκίνηση.

Μεγάλη χάρη έχει στη Μονή Προυσού να διανυκτερεύσει ο προσκυνητής και «Όρθρου βαθέως» να ευρεθεί στον υπερβολικά κατανυκτικό Ναό. Βλέποντας την Εικόνα, παρακολουθώντας τη Θεία Λειτουργία, η σχέση του με την Εκκλησία του Χριστού δυναμώνει. Αφήνει τον Ιερό χώρο αναπτερωμένος ηθικά.

Η χάρη της Θεοτόκου, λίγο ή πολύ, τον έχει αγγίξει.

Κάποια απο τα Ιερά θαύματα:

Η ιερά Μονή Προυσού έχει εκδώσει πολλά σχετικά βιβλία με την ιστορία της και άλλα πολλά στα οποία αναφέρονται πλήθος θαυμάτων. Συνοπτικά παρακάτω αναφέρονται τα ακόλουθα:

-Πλησίον και εμπρός τού Ναού υπάρχει ένα φοβερό χάος, πού καταλήγει σε βαθύ ρέμα. Μόνο να κοιτάξει κανείς φεύγει πίσω τρομαγμένος. Σήμερα βέβαια υπάρχουν προστατευτικά μέσα, παλαιά όμως όχι.

Μία φορά, ημέρα εορτής στη Ιερά Μονή, μια γυναίκα έτυχε να στέκεται εκεί κρατώντας το παιδί της στην αγκαλιά της. Λόγω της πολυκοσμίας σπρώχθηκε, παραπάτησε και γκρεμίστηκε μαζί με το μικρό της, στο θανατηφόρο γκρεμό.

Αμέσως έτρεξαν ορισμένοι από γύρω για να μαζέψουν τη μητέρα και το παιδί της. Μόλις έφθασαν στο βάραθρο, «ώ των θαυμάσιων σου. Δέσποινα τού κόσμου», είδαν τη γυναίκα σώα και αβλαβή να κάθεται σ’ ένα λιθάρι και να κρατά στην αγκαλιά της το παιδί.

Τη ρώτησαν πώς συνέβη και σώθηκε, και εκείνη απάντησε: «Καθώς έπεσα στο γκρεμό πρόφθασα να πω: Παναγιά μου Προυσιώτισσα, βοήθα με και έτσι η Δέσποινα Θεοτόκος φύλαξε, καθώς βλέπετε, κι εμένα και το παιδάκι μου».

– Το έτος 1918, στη μεγάλη γρίπη στο Μεσολόγγι πέθαιναν κάποιες δεκάδες άνθρωποι κάθε μέρα. Ζήτησαν να μεταφερθεί στην πόλη η Ιερά Εικόνα. Την προϋπάντησαν πάμπολλοι προ της πόλεως.

Όμως οι ολιγόπιστοι και οι άπιστοι λόγω της επαφής των ανθρώπων ως προς τη μετάδοση της γρίπης, άρχισαν να λένε ότι οι θάνατοι θα πολλαπλασιασθούν. Τούτο έστεκε μόνο ιατρικά, όχι χριστιανικά.

Διαψεύσθηκαν παταγωδώς. Το βράδυ εκείνο τελέσθηκε παράκληση και δέηση προς την Παναγία. Ο λαός με θέρμη πίστεως προσευχήθηκε. Πάντα προ του κινδύνου οι ψυχές «ανοίγονται» προς τον ουρανό. Άμεσο και ορατό το αποτέλεσμα.

Την επόμενη δεν υπήρξε ούτε ένας θάνατος, αλλά ούτε και στη συνέχεια. Έμεινε πολλές ήμερες στην πόλη η Εικόνα και την προσκύνησαν με δέος και ευγνωμοσύνη πάρα πολλοί.

Φυσικά ευεργετηθήκαν και οι ολιγόπιστοι, οι όποιοι και σίγησαν. Οι πιστοί της πόλεως αφιέρωσαν ασημένια επτάφωτη κανδήλα μεγάλης αξίας και τέχνης, όπου υπάρχει με στοιχεία των δωρητών και θυμίζει το πολλαπλό θαύμα.

– Μία γυναίκα πού διαμένει στη Βοστόνη της Αμερικής, μητέρα τριών μικρών παιδιών τότε, καταγόμενη από τα μέρη του Αγρινίου, προσβλήθηκε από καρκίνο.

Μετά πίστεως παρακάλεσε την Προυσιώτισσα, την οποία είδε και στον ύπνο της και τη διαβεβαίωσε ότι είναι πλέον υγιής. Όταν το 1980 ήλθε στην Ελλάδα πήγε και στη Μονή για να ευχαριστήσει την Παναγία.

Εκεί άφησε γραμμένους και τους εξής στίχους: «Δεν ξέρω. Παναγία μου, πως να σ’ ευχαριστήσω, πως να σου πλέξω στέφανα, να σε δοξολογήσω. Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σου στέλνω ευχαριστίες, Ώ! Παναγιά Προυσιώτισσα, ύμνους, δοξολογίες».

-Ἡ τιμωρία τοῦ Γερμανοῦ

Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας.

Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο.

Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

-Ἡ ἄγνωστη «καλόγρια».

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ προσφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος.

Μαζί τους προσφεύγει καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη τῶν παιδιῶν της καὶ μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς του Προυσοῦ στὴ ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τὸ μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσό.

Ὁρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴ σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν.

Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ τὸ τέμπλο, στ᾿ ἀριστερά της ὡραίας πύλης, ἀναμμένο καντήλι καὶ μία καλόγρια γονατιστή.

Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτὴ ἡ μοναχὴ ἐδῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι;

Τὴν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνὰ καὶ πονεμένα τοὺς ἁπαντά:

– Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιὰ τὴ δική μου ζωὴ δὲν χρειάζονται φαγητὸ καὶ ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τὸ καντήλι μου ἀναμμένο.

Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ βιαστικοὶ νὰ φύγουν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια της. Τὴν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τὰ ἔφεραν πάλι στὴ μνήμη τους, κατάλαβαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ Ναύπακτο, ζήτησαν μὲ ἐπιμονὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοὺς γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν μητροπολίτη.

Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στὸ μυστήριο.

– Ὁ ναός, τοὺς εἶπε, ποὺ ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στὴν ἔρημη τώρα ἱερὰ μονὴ Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐδῶ, στὸ παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στὸν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νὰ τὴν προσκυνήσετε, καὶ θὰ καταλάβετε…

Πῆγαν πράγματι καὶ προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στὸν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στὴν ἀπορία του: Στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ συνάντησαν στὸ ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλὰ στὸν Προυσό!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ