Διηγείται ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος :
“Μία φορά, ὅταν ἤμαστε στή Νέα Σκήτη, κόβαμε βάτα καί θάμνους μέ τό τσεκούρι γιά τόν φοῦρνο.
Ἕνας νεαρός, τότε, μοναχός λίγο ἀπρόσεκτος, ἔκοβε μέ τό τσεκούρι τούς μικρούς θάμνους, πού εἴχαμε ἐκεῖ στήν περιοχή, στή Σκήτη, ἀλλά δέν εἶδε ὅτι ἐκεῖ ἦταν ἕνας γκρεμός μεγάλος, περίπου πενήντα μέτρα, κατακόρυφος.
Ἔκοψε τή δάφνη, γλίστρησε κι ἔπεσε ἀπό τόν γκρεμό κάτω.
Λέω, θά έχει σκοτωθεῖ αὐτός.
Ἦταν βράχια, δέν ἦταν χῶμα. Θά διαλυθεῖ. Αὐτός πέφτοντας φώναξε:
– «Παναγία μου!».
Ἔπεσε κάτω καί λέμε, πάει, σκοτώθηκε. Θεόρατος γκρεμός. Φωνάζουμε:
-«Πάτεεεερρρ… »,
-«Ναί. εἶμαι ἐδῶ»,
-«Εἶσαι καλά;»,
-«Εἶμαι καλά»,
-«Πῶς βρέθηκες καλά;»
Ἐμεῖς γιά νά κατέβουμε γίναμε λοκατζήδες. Γιά νά τόν βγάλουμε χρειαστήκαμε 3-4 ὧρες.
Καί λέει:
-«Μόλις φώναξα Παναγία μου, αἰσθάνθηκα ἕνα πράγμα, σάν ἀλεξίπτωτο, καί σιγά-σιγά προσγειώθηκα καί δέν ἔπαθα τίποτα, παρά μόνο μερικές γρατσουνιές».
Ἕνα γεγονός επίσης πού φανερώνει τήν παρουσία καί βοήθεια τῆς Παναγίας, καί τό ὁποῖο βίωσα κι ἐγώ, εἶναι τό ἑξῆς:
“Πρίν μερικά χρόνια, κάναμε κουρά μιᾶς μοναχῆς σ’ ἕνα μοναστήρι.
Ἦταν μία γιαγιά, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα παιδί μοναχό στό Ἅγιον Ὄρος καί δέν εἶδε τό παιδί της ἀπό τότε πού πῆγε.
Ἦταν πολύ καλός μοναχός, ἅγιος κατ’ ἐμένα μοναχός, τέλειος μοναχός, ὁ πατήρ Ἰωαννίκιος, πού ἦταν στή μονή Διονυσίου.
Πολύ σπουδαῖος μοναχός, πολύ χαριτωμένος, ὁ ὁποῖος ἦρθε στήν Κύπρο μόνο μία φορά ἀπό τότε πού πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, συνοδεύοντας ὡς Πρωτεπιστάτης τήν εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν ἐστι».
Ἡ μητέρα του ἐξομολογεῖτο κοντά μου κι ἤθελε νά γίνει μοναχή, μέ προτροπή τοῦ γιοῦ της βέβαια.
Πολύ καλή καί εὐλαβής γυναίκα.
Τήν ὥρα πού κάναμε τή χειροτονία, στήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, στεκόταν στήν Ὡραία Πύλη η γιαγιά αὐτή, καί δίπλα ἡ Γερόντισσα, ἡ Ἡγουμένη τῆς μονῆς.
Μπροστά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη ἐγώ, πού ἔκανα τήν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τῆς κουρᾶς. Ἔβλεπα ὅτι ἡ γιαγιά κοιτοῦσε συνέχεια ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.
Κάτι ἔβλεπε.
Ἔλεγα μέσα μου: «μά τί κοιτάζει ἡ γιαγιά τώρα;
Ἀντί νά κοιτάζει ἐδῶ πού κάνουμε τό μυστήριο, βλέπει δεξιά-ἀριστερά;
Θέλει κάτι;
Ψάχνει κάτι;
Τί ἔπαθε ἡ γιαγιά τώρα;
Θέλει νά καθήσει;
Ἀρρώστησε; Κουράστηκε;».
Ἀλλά δέν μποροῦσα νά σταματήσω καί τήν ἀκολουθία.
Τελείωσε ἡ κουρά καί μόλις χαιρέτησε κι ὁ κόσμος μοῦ λέει ἡ γιαγιά:
-«Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ κάτι».
Λέω:
-«Τί συμβαίνει; Τί θέλεις; Τί ἔχεις;».
Μοῦ λέει:
-«Δίπλα μου ποιά ἦταν;».
Τῆς λέω:
– «Ἡ Γερόντισσα, ἡ Ἡγουμένη».
-«Ὄχι, ἡ Ἡγουμένη. Ξέρω τήν Ἡγουμένη, ἀφοῦ εἴμαστε ἐδῶ στό μοναστήρι. Δίπλα μου ἦταν μία ἄλλη μοναχή. Φοροῦσε μπλέ ροῦχα καί στεκόταν δίπλα».
-«Δέν εἶχε καμμιά δίπλα σου».
Μοῦ λέει τότε:
-«Γέροντα, ἦταν μία δίπλα μου καί ὅταν ἄρχισε η κουρά, μοῦ μπῆκε ὁ λογισμός καί ἔλεγα, ἄραγε τί ὄνομα θά μοῦ δώσει ἡ Γερόντισσα;».
(Γιατί δέν ξέρουν τί ὄνομα θά πάρουν οἱ μοναχοί ἀπό πρίν, ἀλλά τό ἀκοῦν ἐκείνη τήν ὥρα.)
-«Δίπλα μου αὐτή ἡ γυναίκα, μοῦ εἶπε:
-” Ἐσύ μοῦ ἔδωσες τόν γιό σου κι ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ὄνομά μου.”
Και εἶπε ἡ Γερόντισσα “Μαριάμ”.. κι ἐσύ εἶπες Μαριάμ, κι ἔλαβα τό ὄνομα Μαριάμ μοναχή.
Ἦταν δίπλα μου γέροντα σ’ ὅλη τήν κουρά καί μοῦ φοροῦσε τά ροῦχα μου.
Μοῦ ἐνέδυε τά μοναχικά μου ἐνδύματα.
Στό τέλος μέ ἀγκάλιασε, μέ ἀσπάσθηκε καί μοῦ εἶπε:
-“Τώρα ἔχεις τ’ ὄνομά μου κι ἐγώ ἔχω τόν γιό σου κοντά μου καί ἔφυγε».
Καί τῆς λέω ἐγώ:
-«Δέν κατάλαβες ποιά ἦταν;».
Λέει:
-«Ὄχι, δέν κατάλαβα. Πρώτη φορά τή βλέπω».
Ἦταν ἁπλή γιαγιά αὐτή, ἁγία γυναίκα.
Ἦταν βέβαια ὁλοφάνερο πώς ἦταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κοντά της.!!!!!!
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου περιοδικό «Παράκληση»