… Μες του θαμπόφωτου το φως πού ρίχνε το καντήλι
και με το δάκρυ π’ άφηνε τρεμάμενα τα χείλη
… γονάτισε… και άφησε τον πόνο να της φύγη !

… Πανώρια η κόρη, μπρος στην Παναγιά εμείλη
και με καρδιά που σπάραζε τον πόνο της να πνίγη,
χίλια ψαλτήρια έλεγε την ώρα αυτή την άγια
που, μεσ’ το κλάμα τόλμησε να πλησιάσει τη μάνα.

… Αμάρτησα μανούλα μου, βουβά της ψιθυρίζει
κ’ από το στήθος ξέσπασε ο βόγκος να της φύγει !
βουβός, άγριος, αδυσώπητος, έρμη, μονάχη την αφήνει!!

… Τρεις μήνες πέρασαν από τότε που ήρθε στο σπιτικό της ο καινούριος νοικάρης.

Και σαν αντίκρισε τα μάτια του τη πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, αυτή παρέλυσε, σαν κεραυνός να την βρήκε! Βρέθηκε άλαλη κι’ αν δεν ήταν δίπλα στον τοίχο του κατεβατού, εκεί στην είσοδο του σπιτιού τους , θα ‘πεφτε χάμω, ίσα τάβλα.

…. Μαράθηκε, βουβάθηκε και δεν ήξερε τι να απάντηση όταν η μάνα της τους σύστησε…..

Έτρεξε στη κάμαρα της κι’ εχώθει στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα αμίλητη παλαβωμένη!

Η μάνα από πίσω. Άφησε τον άνθρωπο σύξυλο να περιμένει εκεί μεσ’ την τραπεζαρία και τρέχει στη κόρη της!!

… Τι έκανες Βασούλα μου, τι έχεις κορούλα μου και την καταχαϊδεύει…

Δεν ξέρω μάναμ, δεν μπορώ… Το στήθος μου, πεθαίνω… Κάτι με τρύπησε. Να εδώ, κατάστηθα!!!

… Έλεγε με αναφιλητά, κι’ άσπρη σαν το πανί από το « χτύπημα »!!!

… Τι να ‘ταν. Έρωτας; Δαιμόνιο; Για κάποια ξαφνική κακιά ώρα, που έτσι, να, την περίμενε σαν σε όνειρο, σαν κείνη την κόρη που περιμένει και έχει φτιάξει στη σκέψη της « το ιδανικό της »πρόσωπο, Το Βασιλόπουλό της!!! Τι να ‘ταν ;

…Ότι και να ‘ταν οι δυο νέοι σε λίγες βδομάδες βρέθηκαν, κουβαριασμένοι, μιαν αυγή στο παρθενικό κρεβάτι της Βασούλας …

…. Χωρίς στεφάνι και κουμπαριά, χωρίς το νυφικό και παπά της εκκλησίας καταλάγιασαν μόνοι τους και τα μίλησαν σκαλί-σκαλί!!!

«Σάλα, σάλα απά’ στη σκάλα τα μιλήσαμε, θα με πάρεις θα σε πάρω συμφωνήσαμε »!!!

… Κι’ ούτε τη γνώμη της μάνας, του γονιού, ούτε ευχή παπά και διάκου!

… Μόν’ ανεμοστρόβιλος τους πήρε και τους έφερε αντάμα, αγκαλιασμένους, σφιχταγκαλιασμένους στο κρεβάτι της παρθένας, της κόρης!!!

… ¨Έλα όμως που αυτός το κατάλαβε …

… Ξύπνησε από τον λήθαργο του παράνομου και εξαφανίσθηκε από το πρόσωπο της γης.

… Και η Βασούλα ;;;

… Ε η Βασούλα έμεινε με τον παράνομο σπόρο φυτεμένο στα σπλάχνα της κι’ αλαλυχτούσε μέρα νύχτα μόνη και χωρίς μιλιά, με πόνο βωβό, που δεν έβγαινε από το στόμα της…

… Και που να μιλήσει; Που να βρει παρηγοριά το αθώο κορίτσι, που μέσα στα σπλάχνα του σπαρταρούσε μια νέα ζωή;;;

… Μια ζωή παράνομη, χωρίς την ευλογία του παπά, της εκκλησιάς, του γονιού!!!

… Και πάνω απ’ όλα, αυτός, χαμένος ! εξαφανισμένος!

… Παναγιά μου, βογκούσε, σαν το καλοσκεφτόταν και το δάκρυ ανελέητο δεν έλεγε να πέσει έξω από το μάτι, να την ξολαφρώσει!

… Πόνος ασήκωτος, ανεξομολόγητος!

… Μόνο τούτο το απόγευμα της μέρας, σαν ο ήλιος άρχισε να παραδίνει το φως του, στα σκοτάδια της νύχτας η απαρηγόρητη κόρη η « νύμφη η ανύμφευτη », συμμάζεψε, νοικοκύρεψε το δωματιάκι της, ανασκάλεψε το νου της και την σκέψη και πήρε των οματών της να πάει προς τη πάνω πλαγιά, εκεί στο λόφο ψηλά, πού ’ταν ένα ερημοκλήσι της Παναγιάς της Ελεούσας…

Παραμονές Πάσχα. Και καθώς πλησίαζε το Πάσχα αυτή ήθελε να πλησιάσει την Παναγιά! ! !

… Έτσι το νόμισε σωστό κι έτσι έκανε…

… Στη Παναγιά. Μόνο εκείνη μπορούσε να της δώσει κουράγιο για να ζήσει..

… Να ανασάνει ξανά το οξυγόνο της ζωής, με την παρηγοριά της, και την ελπίδα σ’ εκείνη !!!

… Στην καταφυγή της , στην προσευχή της…

… Παρηγοριά την λένε, οι πονεμένοι και είναι.

… Εδώ ήρθε και τούτη η πονεμένη ψυχή να αποθέσει το βάσανο της, μπροστά στα πόδια της μάνας όλου του κόσμου…

… Και πνιγόταν όλο τούτο τον καιρό που ο εκλεκτός της, την εγκατέλειψε…

… Η μάνα κάτι κατάλαβε όλο τούτο το διάστημα, από τη σιωπή της κι’ απ’ το χρώμα του προσώπου και που άρχισε να αναλώνει και να κιτρινίζει ή να κοκκινίζει ασυνήθιστα…

Την είδε να ετοιμάζεται τούτο το απόγευμα κει μέσα στο δείλι και τη σμούχρα της καταχνιάς. Την πήρε από πίσω τη θυγατέρα της, κρυφά!

… Κι’ όταν αυτή μπήκε μέσα στο ΄ρημοκλήσι εκείνη έμεινε απ’ έξω, να θωρεί κρυφά και να αφουγκράζεται τους μυκραναστεναγμούς και τα ψιθυρίσματα της…

… Μπήκε στο νόημα, κοκάλωσε από το τρόμο της για την κατάντια του κοριτσιού και σαν θρόισμα αγέρα έσυρε το πορτάκι της εκκλησίτσας να μπει μέσα…

… Η μικρή με τα μαλλιά λυτά στους ώμους και με δάκρια καυτά, « ολοφύρετο » με στόμα πελιδνό και χείλη που μόλις ακουγόταν άφησε μπροστά στη Παναγιά όλο τον πόνο της να ξεχειλίσει , γιατί τόσον καιρόν ποια , μόνη και απαρηγόρητη κοίταζε να τερματίσει τη ζωή της.

… Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος!

… Πάνω στο καημό του ο άνθρωπος και μάλιστα ένα άβγαλτο κορίτσι, χωρίς παρηγοριά κι’ ελπίδα , μπορεί να κάνει καμιά τρέλα ανεπανάληπτη και έτσι η δεύτερη πλάνη να είναι « χείρον της πρώτης ».

… Η κόρη εκεί να προσεύχεται με αναγάλλιαση πια μέσα στα στήθια της , μπροστά στη μεγάλη μάνα, στη μάνα όλων μας και η άλλη, η μάνα η σαρκική , να παραληρεί από δέος μέσα στο γλυκό φως του μοναδικού καντηλιού που έκαιγε , αθόρυβα, γαλήνια και ελπιδοφόρα μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς!!!

… Τα ‘κουσε όλα η δύστυχη μάνα τα ψιθυρίσματα της κόρης της. Μα τι να κάνει πια τώρα που κατάλαβε;;

… Αφού Εκείνη τα δέχεται, αφού Εκείνος μας ακούει, σιωπηλά, μας ευλογεί και μας συγχωρεί, εκείνη τι να κάνει;

… Αστραπιαία επήρε την απόφαση μέσα απ’ τα βάθη της καρδιά της!

… Και η καρδιά όταν μιλά, όταν χτυπά με αγάπη, μάλιστα δε η καρδιά της μάνας ξέρει πώς να αγαπά, ξέρει πώς να καταλαβαίνει τον πόνο του σπλάχνου του και ακόμα – ακόμα ξέρει να συγχωρεί!!!

… Η μικρή άκουσε τα μικροσυρσίματα που άφηναν τα βήματά της μάνας της. Έξαλλη με μάτια που στάζουν αίμα, αναμαλλιασμένη και κατάχλομη γύρισε πίσω της να δει ποιος είναι.

… Κι΄ αντίκρισε το ιλαρό πρόσωπο της μάνας !!!

… Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε …

…Μα και ποιος πονεμένος είδε την παρηγοριά κατάματα και δεν παρηγορήθηκε;;;

… Μάνα μου!!! Αναφώνησε, και σαν δροσιά ουρανόσταλτη, έριξε η μάνα στην αγκαλιά το παιδί της και το ‘σφιξε σαν να ‘ταν πρώτη φορά που το αντικρίζει ύστερα από μακροχρόνια αναμονή!!!

Κι’ ο Χριστός κι’ η Παναγιά;; Οπωσδήποτε τούτη την άγιαν ώρα στεκόταν, εκεί κοντά τους, πολύ κοντά τους και τοις ευλογούσαν !

… Τους ευλογούσαν γεμάτοι χαρά, για την χαρά τους!!!

… Εκείνος που είπε : « κλαίω μετά κλαιόντων και χαίρω μετά χαιρόντων »…

… Κι’ ύστερα τι μας διδάσκουν οι πατέρες της εκκλησίας; Τι διαλαλούν;

Ω… Δεν υπάρχει τόσο μεγάλη αμαρτία που να είναι μεγαλύτερη από την μεγάλη αγάπη και το έλεος του Θεού!!!

… Κακόν η ραθυμία! ! !

… Μεγάλη η μετάνοια ! ! !

… Και να ΄ναι παραμονές του Πάσχα! ! ! Τι Ανάσταση αλήθεια ! ! !

Παν. Ψωμάς – 18/ 7/ 2007 – Care Town

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ