– Φώτης Κόντογλου
Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ᾿ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση.
Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι᾿ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της.
Μέσα στὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν».
Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ᾿ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό.
Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμὸ κι᾿ ἁγνὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία.
Κι᾿ αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁποῦ νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα.
Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾷ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾷ.
Κι᾿ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα.
Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἂν εἰκόνισμα εἶναι, κἂν ὑμνωδία, κἂν ψαλμωδία, κἂν χειρόγραφο, κἂν ἄμφια, κἂν λόγος, κἂν κίνημα, κἂν εὐλογία, κἂν χαιρετισμός, κἂν μοναστήρι, κἂν κελλὶ κἂν σκαλιστὸ ξύλο, κἂν κέντημα, κἂν καντήλι, κἂν ἀναλόγι, κἂν μανουάλι, ὅτι καὶ νἆναι ἁγιωτικό.
Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία.
Πρῶτα-πρῶτα τὸ ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τὰ ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος, Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ῥόδον τὸ Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσὴ Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τεῖχος ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή, τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καὶ Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἠλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Σιὼν ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ χίλια δυὸ ἄλλα, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας. Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ γράφουνε ἀπάνω στὰ ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπὶς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπὶς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, ποὺ γράφουνται ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, ποὺ θὰ πεῖ Μήτηρ Θεοῦ.
Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καὶ πόσα κατανυκτικὰ δάκρυα φανερώνουνε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ὀνάματα, ποὺ δὲν εἰπωθήκανε σὰν τὰ λόγια ὁποῦ βγαίνουνε εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ ποὺ χαραχτήκανε στὶς ψυχὲς μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ πίστη. ”
Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τ.61, 1959
ἢ στὸ βιβλίο «Παναγία καὶ Ὑπεραγία» των ἐκδόσεων Ἀρμός