Ὕπεραγία Θεοτόκος, «ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως», προφητεύθηκε αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ἡ ζωὴ της βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν αἰώνων καὶ ἀποτελεῖ «τὸ περιήχημα τῆς προφητικῆς ἀγγελίας, τὴν ὀπτασία τῶν προφητικῶν ὁραματισμῶν, τὸ κέντρο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας».
Ἀπειράριθμες εἶναι οἱ παλαιοδιαθηκικὲς προτυπώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν «ἀπείρανδρον Μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ». Δικαιολογημένα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς προτρέπει: «Προφητικῶς τὴν Παρθένον ἀνευφημήσωμεν, στάμνον χρυσήν τοῦ μάννα, ἀκατάφλεκτον βάτον, καὶ τράπεζαν καὶ θρόνον, λυχνίαν χρυσήν, τὸ λαμπάδιον ἔχουσαν, καὶ ἀλατόμητον ὅρος καὶ κιβωτὸν ἁγιάσματος καὶ πύλην Θεοῦ».
Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ παρουσιάσουμε τὶς ἀντιπροσωπευτικότερες θεομητορικὲς παλαιοδιαθηκικὲς προφητεῖες.
«Ἡ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιὴλ γιὰ τὴν «κατὰ ἀνατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἀπό τὴν ὁποία θὰ διέλθει μόνον ὁ Χριστὸς καὶ ἔκτοτε θὰ παραμείνει γιὰ πάντα «κεκλεισμένη».
Ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Ὕπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε παρθένος «πρὸ τοῦ τόκου, ἐν τῷ τόκῳ καὶ μετὰ τὸν τόκον».Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς «ὁ τεχθείς ἐξ αὐτῆς τὴν αὐτῆς παρθενίαν ἐφυλαξεν ἄτρωτον, μόνος διελθών δι’ αὐτῆς καὶ κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν».
Ἡ ἐπτάφωτη λυχνία, ποὺ ἔκαιε στὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου καὶ τὸ ναὸ τοῦ Σολομώντα, προτυπώνει τὴ Θεοτόκο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαμψε ὁ Χριστός, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Φαεινὴ λυχνία εἶναι ἡ Θεοτόκος, «ἡ μητέρα τοῦ φωτός». Τὴν Κυριακή του Ἀντίπασχα ἢ τοῦ Θωμὰ ἡ Ἐκκλησία μας ψέλνει: «Σὲ τὴν φαεινὴν λαμπάδα καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός». Ἡ λυχνία προτυπώνει τὴν τέλεια καθαρότητα καὶ ἁγνότητα τῆς Παρθένου.
Ἡ χρυσὴ στάμνα, ποὺ περιεῖχε τὸ μάννα, προεικονίζει τὴ Θεοτόκο, ὁ ὁποία ὡς ἄλλη χρυσὴ στάμνα ἔφερε μέσα της τὸν Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς».
«Ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ», ἂν καὶ ἔφαγε τὸ μάννα, πέθανε. Ὅμως ὁ νέος Ἰσραήλ, τὰ φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνώντας σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ δὲν ἀποθνῄσκουν, ἀφοῦ ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι κατὰ τὸν Θεοφόρο Ἰγνάτιο «φάρμακον ἀθανασίας καὶ ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν».
Ἡ κλῖμαξ, τὴν ὁποία εἶδε ὁ Ἰακὼβ νὰ ἐνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, προτυπώνει τὴ Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς μυστικὴ κλῖμαξ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ. Διὰ μέσου αὐτῆς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ ἀνεβάσει «εἰς τὴν ἄνω ζωὴν τὸ ἀνθρώπινον». Δικαιολογημένα, ὁ ποιητὴς τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας τὴν ἀποκαλεῖ: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δὶ ἧς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Ἡ βάτος ἡ καιομένη καὶ μὴ καταφλεγομένη, τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ ὅρος Χωρήβ, ἀποτελεῖ προεικόνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὡς ἄλλη βάτος ἀκατάφλεκτη κράτησε μέσα της «τὸ καταναλίσκον πῦρ τῆς θεότητος» χωρὶς νὰ καταστραφεῖ ἡ παρθενία της.
Ἀναφερόμενος στὸ γεγονὸς τῆς φλεγόμενης βάτου, ὁ Ἀνδρέας Κρήτης παρατηρεῖ: «Μωσῆς πρῶτος βάτον ἰδών σε προέλεγε. Διαβάς ὄψομαι, τὸ δρᾶμα τὸ μέγα τοῦτο».
Ἡ ὁλόφωτη νεφέλη καὶ ὁ πύρινος στύλος ποὺ φώτιζαν τοὺς Ἰσραηλίτες ἡμέρα καὶ νύκτα «δεῖξαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν» πρὸς τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας προεικονίζουν τὴν Ὕπεραγια Θεοτόκο.
Αὐτὴ ὡς «νεφέλη ὁλόφωτος» ἐπισκιάζει «τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως» καὶ ὡς πύρινος στῦλος ὁδηγεῖ τὸν νέο Ἰσραὴλ «εἰς τὴν ἄνω ζωήν», στὸ φωτεινὸ ἐνδιαίτημα τῆς θείας βασιλείας.
Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεομητορικὴ προτύπωση ἀποτελεῖ ὁ πόκος τοῦ Γεδεών. Ὅπως δήλ. ὁ πόκος δέχθηκε μόνον αὐτὸς τὴ νυχτερινὴ δρόσο, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία δέχθηκε τὴ δρόσο τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἔσβησε ἡ πλάνη, στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει μεταπτωτικὰ ἡ ἀνθρωπότητα.
Προεικόνιση τοῦ θεομητορικοῦ μυστηρίου ἀποτελοῦν οἱ Τρεῖς Παῖδες «ἐν τὴ καμίνω». Ὅπως τοὺς Τρεῖς Παῖδες διέσωσε ἀπὸ τὴ φωτιὰ «ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου», ὁ ὁποῖος μετέτρεψε τὴ φλόγα τῆς καμίνου σὲ δρόσο, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ἂν καὶ δέχθηκε τὸ πῦρ τῆς θεότητος, ἔμεινε ἄφθαρτη καὶ ἀλώβητη.
Οἱ πλάκες τοῦ Δεκάλογου, ποὺ ἦταν γραμμένες μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ, παραπέμπουν στὴν Ὕπεραγια Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι ὁ πνευματικὸς τόμος πάνω στὸν ὁποῖο καταγράφηκε τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Σ’ αὐτὸν τὸν τόμο οἱ πιστοὶ διακρίνουν τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς θείας τοῦ Σωτῆρος ἐνανθρωπήσεως μὲ ὅλες τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ Θεοτόκος γέννησε τὸ Σωτῆρα τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ὁποιαδήποτε ρήξη. Τόσον ἡ σύλληψη ὅσον καὶ ἡ κύηση ὑπῆρξεν ἄφθορη.
Ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, ποὺ βλάστησε, προκαταγγέλλει τὴ Θεοτόκο, ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ Ἰεσσαί. Δικαιολογημένα στὸν κανόνα τῶν Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας».
Στὸν δὲ κανόνα τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας διαβάζουμε: «ἡ ράβδος ἡ μυστική, ἄνθος τὸ ἀμάραντον ἡ ἐξανθήσασα».
Πέραν αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλες προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ἀναφέρονται στὴ Θεοτόκο. Ἡ Κιβωτὸς τοῦ Νῶε συμβολίζει τὴν Παρθένο, ἡ ὁποία φυλάσσει στὰ σπλάχνα τῆς τὴν ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσεως. Ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος, ἐν γαστρί ἒξει», ἀναφέρεται στὴ Θεοτόκο, ποὺ συνέλαβε καὶ γέννησε τὸ Χριστό.
Ἡ σκηνὴ τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι σύμβολο τῆς Θεοτόκου, στὴν ὁποία κατεσκήνωσε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐδὲμ προτυπώνει τὴ νοητὴ Ἐδέμ, ποὺ εἶναι ἡ Παναγία, στοὺς κόλπους τῆς ὁποίας κατοικεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός.
Δικαιολογημένα, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἐγκωμιάζοντας τὴ Θεοτόκο ὡς ἐπιβεβαίωση καὶ ἐπισφράγισμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γράφει: «Χαίροις, ἡ νόμου μεσίτις καὶ χάριτος προφητείας ἐκφανέστατον πλήρωμα ἡ ἀκροστοιχὶς τῆς θεοπνεύστου τῶν Γραφῶν ἀληθείας».
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσωπική της ἀρετὴ καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι μονάχα τὸ κέντρο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ τὸ κέντρο τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς προσδοκίας τῶν πιστῶν.
Εἶναι πολλὲς οἱ θλίψεις, οἱ συμφορὲς τοῦ βίου καὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ κυκλώνουν τὸν ἄνθρωπον «ὡσεὶ μέλισσαι κηρίον», ὥστε νὰ ἀναζητᾷ τὴν «κραταιὰν σκέπην» τῆς Θεοτόκου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐκτιμᾷ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος θὰ ἦταν ἀβίωτος, ἐὰν οἱ πιστοὶ δὲν εἶχαν τὴν Παναγία «συνόμιλόν τους καὶ μόνην ἐπὶ γῆς καταλελειμμένην παρηγορίαν».
Ἡ Θεοτόκος ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔχει «ἄπειρον τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν», γι’ αὐτὸ «οὐδεὶς προστρέχων πρὸς Αὐτὴν κατησχυμμένος ἀπ’ αὐτῆς ἐκπορεύεται, ἀλλ’ αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΣ
Περιοδ. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΑΝΩΡ – Ι. Μ. ΓΡΕΒΕΝΩΝ