Ήµουν από νηστεία καί από αγρυπνία.
Τότε τήν νηστεία τού Δεκαπενταυγούστου τήν χώριζα στά δύο∙µέχρι Τής Μεταµορφώσεως δέν έτρωγα τίποτε, τήν ηµέρα Τής Μεταµορφώσεως έτρωγα, καί µετά µέχρι Τής Παναγίας πάλι δέν έτρωγα τίποτε.
Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά τήν αγρυπνία καί ούτε σκέφθηκα νά πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι.
Έφθασα στήν Μονή Ιβήρων, έδωσα τό γράµµα καί κατέβηκα στόν αρσανά, γιά νά περιµένω τό καραβάκι. Θά ερχόταν κατά τίς τέσσερις τό απόγευµα, αλλά αργούσε νά έρθη. Άρχισα έν τώ µεταξύ νά ζαλίζοµαι.
Πιό πέρα είχε µιά στοίβα από κορµούς δένδρων, σάν τηλεγραφόξυλα, καί είπα µέ τόν λογισµο µου:
«Άς πάω νά καθήσω εκεί πού είναι λίγο απόµερα, γιά νά µή µέ δεί κανείς καί αρχίσει νά µε ρωτάη τί έπαθα».
Όταν κάθησα, µου πέρασε ό λογισµός νά κάνω κοµποσχοίνι Στήν Παναγία νά µού οικονοµήση κάτι.
Αλλά αµέσως αντέδρασα στόν λογισµο καί είπα:
«Ταλαίπωρε, γιά τέτοια τιποτένια πραγµατα θά ενοχλής Τήν Παναγία;».
Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµί, δύο σύκα καί ένα µεγάλο τσαµπί σταφύλια «Πάρε αυτά, µού είπε, είς δόξαν τής Κυρίας Θεοτόκου», καί χάθηκε.
Ε, τότε διαλύθηκα∙ Μέ έπιασαν τά κλάµατα, ούτε ήθελα νά φάω πιά …
Πα, πα! Τί Μάνα είναι Αυτή! Νά φροντίζη και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τί θά πεί αυτό!
ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ