Καί ἕνα ἀκόμη σχόλιο περί βλασφημίας, μιά πού ἔγραφα προχτές καί γιά κάποιους πού λένε ὅτι «ἡ Παναγία δέν ἔχει ἀνάγκη τή δική μας ὑπεράσπιση».

Θα ἐπαναλάβω ὅτι προφανῶς καί δέν μᾶς ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά τό θέμα εἶναι τί ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀνάγκη γιά τούς ἑαυτούς μας καί ποιό εἶναι τό δικό μας χρέος.

Καί θά ξεκαθαρίσω καί κάτι ἀκόμη: δέν θά ἀντιδράσουμε ἀπλῶς καί μόνο ἀναλογιζόμενοι τό κρίμα πού παίρνουμε μή ἀντιδρώντας.

Δεν εἶναι δηλαδή μόνο τό βάρος στήν ψυχή μας, οὔτε μονάχα τά μαῦρα σύννεφα πού φορτώνουμε ἀκόμη περισσότερο στόν ἤδη σκοτεινό πνευματικό οὐρανό τῆς πατρίδας μας (δεδομένου ὅτι ὁ σιωπῶν δοκεῖ συναινεῖν), προκαλώντας τήν ὁργή τοῦ Θεοῦ.

Καλά καί θεμιτά εἶναι καί αὐτά, εἶναι ὅμως περισσότερο ἴδια τοῦ ὑπηρέτη, ὅχι τοῦ τέκνου. Καί ἐμεῖς δέν εἴμαστε ὑπηρέτες, ἀλλά παιδιά της.

Καί τίποτε ἀπό αὐτά συνεπῶς νά μήν ὑπῆρχε, καί καμία ἀπολύτως συνέπεια πνευματική νά ἤμασταν σίγουροι πώς δέν θά ἔχουμε, καί πάλι θά ὀφείλαμε νά ἀντιδράσουμε ἔντονα σέ κάθε χυδαῖα ἐπίθεση ἀπέναντι στό ἄσπιλο πρόσωπο τῆς γλυκιᾶς μας Μάνας.

Ἀφοῦ αὐτό θά κάναμε καί γιά τή φυσική μας μάνα, πόσο μᾶλλον θά ἔπρεπε νά τό πράξουμε γιά τήν ἐν οὐρανοῖς, ἐκείνη πού μᾶς ἀγαπάει καί μᾶς προστατεύει νυχθημερόν ἀπείρως περισσότερο καί ἀπό τή φυσική.

Νά τό πράξουμε, χωρίς ἀνταλλάγματα, ὑστεροβουλίες καί φόβους γιά κάποια μελλοντική ἄνωθεν τιμωρία. Ἀλλά ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τή μορφή της. Μόνο γιά τήν ἀγάπη της.

Ἐδῶ δέν χωρᾶνε λοιπόν σιωπές, δέν χωρᾶνε οὔτε χλιαρότητες. Γιά κανένα λόγο. Ὅλοι ὀφείλουμε νά ὑπερασπιζόμαστε τή Μάνα μας – καί τώρα καί σέ κάθε ἄλλη βλάσφημη πρόκληση.

Γιατί αὐτό εἶναι τό χρέος μας. Πρέπει νά μιλοῦμε λόγῳ τῆς ἀγάπης μας καί ὄχι νά σιωποῦμε ἀπό φόβο.

Καί ἐπειδή – γράφοντας αὐτά – μοῦ ἦρθε (γιά κάποιο…παράξενο λόγο) στόν νοῦ ἡ ἱαμβική Καταβασία τῆς ἑνάτης ὠδῆς ἀπό τόν χριστουγεννιάτικο Ὄρθρο, ἐπιλογικά τήν καταθέτω ἔστω καί κάπως παρεφθαρμένη, γιατί νομίζω ὅτι μέ κάποιο τρόπο ταιριάζει καί ἐδῶ (κι ἄς γράφτηκε βέβαια στήν πραγματικότητα γιά ἄλλο λόγο):

«Στέργειν μέν ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ ρᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε, λ ό γ ο υ ς ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους ἐργῶδές ἐστιν. Ἀλλά καί, Μήτηρ, σθένος, ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου».

Δηλαδή, εἶναι εὐκολότερο σὲ μᾶς νά ἀρκεστοῦμε ἀπό φόβο στή σιωπή, πού εἶναι καί ἀκίνδυνη.

Ἀντίθετα, τό νά μ ι λ ο ῦ μ ε γιά σένα, ὅπως σοῦ πρέπει καί σοῦ ἀξίζει, Παρθένε, ἀπό πόθο πρός ἐσένα, εἶναι πολύ δύσκολο καί ἐπίπονο. Ἀλλά, Μητέρα μας, ὅση εἶναι ἡ καλή μας πρόθεση, τόση ἀνάλογα δίνε καί σ’ ἐμᾶς δύναμη γιά νά τό πράττουμε.

Δίνε μας λοιπόν δύναμη, Παναγιά μας. Καί συγχώρεσέ μας, ὅλους ἐμᾶς τά ἄθλια παιδιά σου, γιά τά ἀπροσμέτρητα χάλια μας…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ