Διάβασα, ένα ωραίο διήγημα, για μια πόρνη που έδινε τα λεφτά της ελεημοσύνη, τάιζε τα γατιά της γειτονιάς και μεγάλωνε την μονάκριβή κόρης της, η οποία βέβαια ήταν νεκρή εδώ και χρόνια, αλλά εκείνη δεν ήθελε να το αποδεχτεί.
Γι αυτό έλεγε στους πελάτες της, “σιγά σιγά, θα μου ξυπνήσετε το παιδί”.
Ένα πρωί την είδαν να θυμιάζει το σπίτι, και να ανοίγει δειλά δειλά την πόρτα και τα παράθυρα. Όποιος ερχόταν, τον έδιωχνε, λέγοντας, ότι δεν θα δουλέψει.
Έλεγε, ότι της εμφανίστηκε η Παναγία, και της ζήτησε να κόψει το τσιγάρο και την πορνεία. “Εεε να στεναχωρήσω και να απογοητεύσω την Παναγία δεν γίνεται…”.
Έκλεισα το βιβλίο και θυμήθηκα τα λόγια του Γέροντος Κορνηλίου, που μου έλεγε, “Έρχονται πόρνες για εξομολόγηση, και στο τέλος δεν ξέρω εάν πρέπει να τις αφήσω να μου φιλήσουν αυτές το χέρι ή εγώ το δικό τους”.