Γράφει ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος:
«Πάσα διάνοια των πιστών παρέμενε εστραμμένη προς την Υπέρμαχον της Ορθοδοξίας Στρατηγόν».
Οι Έλληνες τιμούν την Παναγία ως «Υπέρμαχο Στρατηγό» από τα Βυζαντινά χρόνια.
Το 626 (7ο αι.) στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών (Κων/πολη) εψάλη για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος και μάλιστα «ορθοστάδην» εξ ου και Ακάθιστος Ύμνος, ως Ευχαριστήριος ύμνος μετά την λύτρωση από την επίθεση των Αβάρων.
Όταν ήλθε η ώρα της εθνικής παλιγγενεσίας, όλοι οι Αγωνιστές του 1821, οι οπλαρχηγοί και οι καπεταναίοι στη Χάρη και προστασία της Παναγίας κατέφευγαν με ακραδαντη πίστη στην προστασία Της.
Οι ξένοι περιηγητές έκθαμβοι μιλάνε για τα σπίτια των Ελλήνων, ότι τα έβλεπαν όλα τους να έχουν πάντοτε αναμμένο το καντήλι στην εικόνα της Παναγίας κι ας μην είχαν ούτε ψωμί να φάνε! Όπως και το ότι έβλεπαν τις Ελληνίδες να βρίσκονται γονατιστές στις εκκλησίες μπροστά στις εικόνες της!
Ένας Γάλλος περιηγητής, ο I. Mangeart, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τον Μοριά» περιγράφει τα όσα είδε κατά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο την εποχή της Επανάστασης του 1821.
Είναι εντυπωσιασμένος από τη λατρευτική ζωή των Ελλήνων και ιδιαίτερα από την ευλάβειά τους προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
«Σ’ όλους τους τοίχους των εκκλησιών τους είναι κρεμασμένα εικονίσματα κάθε μεγέθους. Τα περισσότερα παρουσιάζουν τη μορφή της Παρθένου.
Όταν οι ναυτικοί γλυτώνουν από μεγάλους κινδύνους, από ναυάγιο, από το θάνατο, μόλις πατάνε το πόδι τους στη στεριά, τρέχουν αμέσως στον χρυσοχόο για να κάμουν παραγγελία και να προσφέρουν το τάμα τους στη Θεοτόκο, στην εκκλησία που της είναι αφιερωμένη…
Βλέπω σε δύο βημάτων απόσταση μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Θεέ μου! Πόσα σταυροκοπήματα! Πόσες γονυκλισίες κάνει μπροστά σ’ αυτό το εικόνισμα!
Με τι συγκίνηση την βλέπω να προσκυνάει το χώμα που το φυλάει τρεις φορές! Και αρχίζει ξανά τα σταυροκοπήματα, που τα κάνει από τα δεξιά προς τ’ αριστερά».
Στην κορύφωση του αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους μας, στις 30 Ιανουαρίου 1823, στο τρίτο έτος της Επαναστάσεως, μετά από όραμα της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία, βρέθηκε η εικόνα της του Ευαγγελισμού στην Τήνο, ένα μεγαλειώδες και όντως θαυμαστό γεγονός – απόδειξη της παρουσίας και της ευλογίας της.
Την Μεγαλόχαρη της Τήνου, επεσκέφθηκαν για να προσευχηθούν υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος και προς ενίσχυσίν τους για τον Αγώνα ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης, ο Νικηταράς, ο Μακρυγιάννης και άλλοι.
Μάλιστα μετά την απελευθέρωση ο Κολοκοτρώνης αφιέρωσε το δακτυλίδι του στην θαυματουργική Εικόνα.
Ο γέρος του Μωριά, ο ήρωας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στηριζόταν στον Σταυρό και προσευχόταν στην Παναγία. Διηγείται ο ίδιος ότι έφτιαξε δυό Σημαίες με Σταυρό και με τα γράμματα ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός νικά) και ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
Και συνεχίζει η διήγηση: «Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις.
Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε.
Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τραβούν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απομένει κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Διηγείται ο ιδιος:
«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω.
Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα.
Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο… άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του.
– Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι.
-Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του». Έτσι κι έγινε. Γιατί το θέλησε η Παναγία.
Ο ίδιος, πάλι, λίγο πριν αρχίσει τον γνωστό νικηφόρο αγώνα στα Δερβενάκια, είπε με δυνατή φωνή: «Έλληνες, απόψε ήρθε η Παναγία και μου είπεν: Εγώ είμαι σκέπη, βοηθός και προστασία»!
Ο ατρόμητης πυρπολητής Κων. Κανάρης, αφού πρώτα προσευχήθηκε στην Παναγία και κοινώνησε, πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου. Ο ίδιος ο ναύαρχος διηγείται:
«Μια δύναμις με άρπαξε από τη λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μια δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε…».
Αυτή η θεία δύναμις του έδωσε το κουράγιο να φθάσει με το πυρπολικό του την τουρκική ναυαρχίδα και να βάλει φωτιά στο μπουρλότο.
Εις το όνομα του Κυρίου, φώναξε εκείνη τη στιγμή. Τον Σταυρόν σας, είπε στους ναύτες και ρίξτε τους γάντζους.
Όταν μετά το κατόρθωμά του νικητής επέστρεψε στα Ψαρά η Δημογεροντίας του απονέμει δάφνινο στεφάνι. Εκείνος αμέσως μεταβαίνει στο Ναό να ευχαριστήσει την Παναγία.
Καταθέτει στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και πέφτει με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό, λέγοντας: «Δικό σου είναι Παναγία μου»!.
Κατόπιν εξομολογείται, μεταλαμβάνει των αχράντων Μυστηρίων και με ταπείνωση και σεμνότητα αποσύρεται στο σπίτι του.
Στην Παναγία προσευχόταν και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Θεοτόκο, μητέρα του παντός…, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις ευσπλαγχνίαν της αγαθότης σου να λυπηθείς τους αθώους εκείνους… οπού τρέξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και ορφανά, εκείνους οπού ‘χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’αναστηθεί διά της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυνθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους…. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενήν σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά… οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δικιά του οργή… και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλειά μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον».
Κύριε άπλωσε το λαμπρό σου και ευλογημένο σου χέρι και βγάλε μας από τον σκότον τον βαθύ όπου είμαστε πεσμένοι και χαμένοι και πνιγμένοι τόσες αιώνες… σώσε, Κύριε, όλους, δώσε, Θεοτόκο, την υγείαν, όσοι παθόντες έρχονται εις την Χάρη σου, Βαγγελίστρα μου, δια να δοξαστεί ο πανάγαθος Θεός και η Βασιλεία Του, να πιστέψουν οι τύραγνοι, οι άπιστοι και οι άδικοι και να ιδούνε τι εστί Θεός παντουργός και η Βασιλεία Του…» (Οράματα και θάματα, σ.σ. 154-155)