Ποιος άνθρωπος επί της γης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα πράγματα γι’ αυτόν, σωματικά και ψυχικά, εξελίσσονται με τρόπο που δεν υπάρχουν προβλήματα;
Μπορεί κάποιος στη νεότητά του να νιώθει δυνατός και παντοδύναμος – ένας μικρός «θεός» ίσως ελλείψει πραγματικών προβλημάτων – όμως με την πάροδο του χρόνου η φθορά που συνοδεύει την ηλικία αρχίζει και κάνει αισθητή την παρουσία της, όπως και οι διάφορες στενώσεις από πλευράς ψυχικής από τη διαπίστωση ότι τελικώς ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να γεμίσει την καρδιά και να της δώσει έναν λόγο να αναπνεύσει.
«Κοιλάδα πένθους και δακρύων» άλλωστε χαρακτηρίζει η Γραφή τη ζωή αυτή, εξαγγέλλοντας τα αποτελέσματα, για τον άνθρωπο, της αμαρτίας στην οποία απαρχής περιέπεσε και που συνεχίζει δυστυχώς να περιπίπτει.
Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Κύριος δεν είναι Εκείνος που βεβαιώνει τους μαθητές Του ότι «στον κόσμο αυτόν θα έχετε θλίψεις» και ότι «με πολλές θλίψεις θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών;»
Η κάκωση λοιπόν του σώματος και το άλγος της ψυχής είναι δεδομένες καταστάσεις για κάθε άνθρωπο όπου γης και όποιας εποχής και αυτή είναι η βάση από την οποία εκκινεί ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας των Παρακλητικών κανόνων.
Ποιο είναι όμως το μεγαλείο του πιστού ανθρώπου, το οποίο δυστυχώς δεν υφίσταται στον άπιστο;
Ότι ενώ πάσχει και οδυνάται σωματικά και ψυχικά, μπορεί να υπερβεί τις δυσκολίες του, γιατί έχει σημείο αναφοράς πέρα από τη δική του ύπαρξη και πέρα ακόμη και από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και δραστηριοποιείται.
Και το σημείο αυτό αναφοράς είναι ο Δημιουργός Του Κύριος Ιησούς Χριστός και μαζί με Αυτόν και τα άλλα μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας, που είναι οι άγιοι με πρώτη και κύρια την Παναγία Μητέρα Του.
Τι μας προσέφερε ο Κύριος ερχόμενος στον κόσμο; Να μας προσλάβει στον εαυτό Του και να μας κάνει δικές Του παρουσίες, να ζει πράγματι Εκείνος μέσω ημών, εφόσον βεβαίως Τον αποδεχθήκαμε στη ζωή μας, βαπτιστήκαμε και χριστήκαμε στο άγιο όνομά Του.
«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». «Εγώ είμαι το αμπέλι, εσείς τα κλήματα».
Ο πιστός χριστιανός λοιπόν που έχει επίγνωση της άπειρης αυτής δωρεάς του Θεού απέναντί του συνειδητοποιεί ότι κέντρο βάρους της ζωής του δεν είναι πια ο εαυτός του και ο αισθητός κόσμος∙ είναι ακριβώς ο Χριστός και δι’ Αυτού όλος ο Τριαδικός Θεός – ο άνθρωπος είναι ολόκληρος μαζί με τον Χριστό και μαζί με τους συνανθρώπους του, κάθε τόπου και κάθε εποχής, που θα πει ότι ο Χριστός διαιωνίζει την παρουσία Του και μέσα από αυτόν ως «εν ετέρα μορφή».
Οπότε η κάκωση του σώματος και το άλγος της ψυχής εντάσσονται από την άποψη αυτή κάτω από άλλον παρονομαστή: γίνονται σκαλοπάτια για πνευματική άσκηση, για υπομονή, για καλλιέργεια της εμπιστοσύνης προς τον Θεό, για περαιτέρω προκοπή στον αγιασμό του.
Πονά ο χριστιανός, οδυνάται, δεν νιώθει καλά, όταν πάσχει, γι’ αυτό και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη, να του δώσει υπομονή, να του άρει ει δυνατόν τον πόνο, αλλά με τελική κατάληξη την κραυγή της πιο μεγάλης πίστεως: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». «Γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε».
Κι αυτό το «άφημα» στην πρόνοια του Θεού που μετράει και τις τρίχες ακόμη της κεφαλής μας είναι το στοιχείο που ησυχάζει την καρδιά του πιστού, όπως το εξέφρασαν και οι πιστοί της πρώτης Εκκλησίας όταν αντιμετώπιζε πρόβλημα της ίδιας της ζωής του ο πατέρας τους, ο μέγας απόστολος Παύλος: «ησυχάσαμεν ειπόντες το θέλημα του Κυρίου γινέσθω».
Προστρέχουμε λοιπόν στην Παναγία μας και δι’ Αυτής στον ίδιο τον Κύριο κάθε φορά που πάσχουμε, Την παρακαλούμε μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Της και του ελέους Της να μας δει με τη μεγαλύτερη στοργή που μπορεί να μας κοιτάξει, όμως αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στη δική Της κρίση που είναι η κρίση του Πατέρα μας Θεού. Και ξέρουμε ότι αυτό είναι ό,τι καλύτερο και θεραπευτικότερο για τη ζωή και την ύπαρξή μας.
π.Γεώργιος Δορμπαράκης