Αρχίζω και Τελειώνω μὲ ἕνα ἄλλο περιστατικό, τὸ ὁποῖο ἔγινε τὸ ᾿77, ἐκεῖ στὸ Καλυβάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐγώ, ἐν τῷ μεταξύ, ἤμουν διάκονος ἤδη. Πῆγα τὸ πρωΐ στὸν Γέροντα.
Μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας, ὅπως πάντα ἀστειευόμενος, μοῦ λέει:
«Καλῶς τὸν διάκο. Καὶ μοῦ ἔλειπε ἕνας διάκος γιὰ τὴν πανήγυρι».
Λέω: «Νά, ἦρθα».
Λέει: «Παρήγγειλα 100 κιλὰ ψάρι, θά ᾿ρθοῦν οἱ Δανιηλαῖοι, θά ᾿ρθοῦν οἱ Θωμᾶδες, θά ᾿ρθοῦν αὐτοί… Θά ἔχουμε Δεσπότη, θά ᾿ χουμε, ξέρω ᾿γώ, αὐτά, θὰ κάνουμε πανήγυρι».
ρὸς στιγμὴν πῆγα κι ἐγὼ νὰ πιστέψω ὅτι θὰ ὑπῆρχαν αὐτὰ ὅλα. «Νὰ μείνεις ἐδῶ σήμερα», μοῦ εἶπε. Ἦταν ἡ πρώτη νύχτα ποὺ ἔμεινα. Πετοῦσα ἀπὸ τὴ χαρά μου.
Τὸ βράδυ μοῦ λέει: «Κοίταξε, θὰ κάνομε ἀγρυπνία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Μοῦ εἶπε τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Βέβαια, ἀγρυπνία μὲ τὸ κομποσχοίνι, ποιός νὰ ψάλλει; Ἀρχίσαμε γύρω στὶς 5 τὸ ἀπόγευμα.
«Γύρω στὰ μεσάνυχτα, θὰ σὲ φωνάξω νὰ διαβάσομε τὴ Θεία Μετάληψη, μέχρι νά ᾿ρθεῖ ὁ παπᾶς τὸ πρωΐ ἀπὸ τοῦ Σταυρονικήτα νὰ μᾶς λειτουργήσει».
«Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα».
Μοῦ εἶπε ἕναν κατάλογο μεγάλο, πῶς ἔπρεπε νὰ κάνω τὴν προσευχὴ, καὶ ἔμεινε αὐτὸς στὸ ἕνα κελλὶ κι ἐγὼ στὸ ἄλλο. Κάθε καμμιά-μιάμιση ὥρα μοῦ κτυποῦσε τὸν τοῖχο καὶ ρωτοῦσε: «διάκο, εἶσαι καλά;».
«Καλά, Γέροντα».
«Κοιμᾶσαι;».
«Ὄχι, δὲν κοιμᾶμαι».
Μοῦ εἶπε: «Ἂν ἀκούσεις τίποτα θορύβους, μὴ φοβηθεῖς. Εἶναι ἀγριογούρουνα, ξέρω ᾿γὼ, τσακάλια».
Τὸν ἄκουγα ὅλη νύχτα ποὺ περπατοῦσε. Ὁ Γέροντας ἐπειδὴ εἶχε μισὸ πνεύμονα, ἀνάπνεε βαθιὰ καὶ κατὰ διαστήματα ἔλεγε: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός», μὲ ἕνα δικό του ὡραῖο τρόπο.
Ἐγὼ αἰσθανόμουν ὅτι ἔχω τὸν Γέροντα δίπλα μου, πράγματι, ἔκαμνα ὅ,τι μποροῦσα. Γύρω στὰ μεσάνυχτα μὲ φώναξε καὶ πήγαμε στὸ ἐκκλησάκι, δίπλα.
Ἦταν ἕνα Ἐκκλησάκι στενόμακρο, ποὺ εἶχε ἕνα μόνο στασίδι καὶ 5 εἰκόνες: τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ δὲν θυμᾶμαι, ἕναν Ἅγιο Ρῶσο εἶχε, γιατὶ ἦταν ὁ παπα-Τύχων ἐκεῖ, ὁ Ρῶσος.
Λέει: «Νὰ διαβάσομε τὴ Θεία Μετάληψη». Μὲ ἔβαλε μέσα στὸ στασίδι, μ᾿ ἄνοιξε τὸ Ὡρολόγιο, μοῦ ᾿δωσε μιὰ λαμπάδα ἀναμμένη καὶ ὁ Γέροντας δίπλα μου ἀκριβῶς ἔλεγε τοὺς στίχους τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Δόξα Σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα Σοι».
Κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε τὸν στίχο, ἔκανε καὶ μιὰ στρωτὴ μετάνοια. Ἐγὼ διάβαζα: «Ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης γενέσθω μοι τὸ σῶμα Σου τὸ ἅγιο…». Θεοσκότεινα ὅλα, νύχτα, μεσάνυχτα στὴν ἔρημο.
Ὅταν φθάσαμε στὸν στίχο ποὺ λέγει: «Μαρία Μῆτερ Θεοῦ, τῆς εὐωδίας τὸ σεπτὸ σκήνωμα..», ἐκεῖ ἀκριβῶς, ἄκουσα ἕνα πράγμα, σὰν ἀέρας μπῆκε στὸ Ἐκκλησάκι. Νόμισα ὅτι ἄνοιξε τὸ παράθυρο ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ἦταν δίπλα μου.
Καὶ ξαφνικὰ φωτίστηκε ὅλος ὁ χῶρος καὶ ἄρχισε τὸ καντήλι τῆς Παναγίας νὰ κινεῖται μόνο του. Ἦταν 5 τὰ καντήλια, αὐτὸ μόνο ἐκινεῖτο, τὰ ὑπόλοιπα ἦταν σταθερά.
Φωτίστηκε τὸ Ἐκκλησάκι καὶ αὐτὸ τὸ κατάλαβα, γιατὶ τὸ κερὶ ποὺ κρατοῦσα δὲν μοῦ χρειαζόταν πλέον. Γύρισα πρὸς τὸν Γέροντα. Μὲ κοίταξε αὐτὸς καὶ μοῦ ᾿καμε, σιωπή.
Πράγματι, σταμάτησα νὰ διαβάζω καὶ ὁ Γέροντας γονάτισε κάτω. Ἔμεινα ἐγώ, περίμενα, περίμενα, πέρασε μισὴ ὥρα καὶ πλέον καὶ γινόταν αὐτὸ τὸ πράγμα.
Τὸ καντήλι νὰ πηγαίνει καὶ νὰ ἔρχεται, τὸ Ἐκκλησάκι νἆναι φωτεινό, ὁ Γέροντας νἆναι γονατιστός, κι ἐγὼ μὲ τὸ κερὶ στὸ χέρι νὰ μὴ ξέρω τί νὰ κάμω.
Πέρασε ἡ μισὴ ὥρα, λέω: «Νὰ διαβάσω τὴ Θεία Μετάληψη, τί θὰ κάμομε τώρα;». Ἄρχισα νὰ διαβάζω, νὰ διαβάζω συνέχεια.
Κάποια στιγμή, ἐκεῖ στὴ ζ΄ ᾠδή, ἐπανήλθαμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε, στὸ σκοτάδι. Τὸ καντήλι σταμάτησε. Τέλειωσε ἡ Θεία Μετάληψη. Πήγαμε καθίσαμε, ἐκεῖ εἶχε ἕνα μικρὸ χωλάκι, ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀρχονταρικάκι, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Γέροντας ἦταν φοβερὰ ἀλλοιωμένος πνευματικά. Λέω: «Γέροντα, τί ἔγινε
μέσ᾿ στὸ Ἐκκλησάκι;».
Μοῦ λέει: «Τί ἔγινε;».
Λέω: «Δὲν εἴδατε τὸ καντήλι;».
«Ἒ, τὸ εἶδα». «Ἄλλο τί εἶδες;».
Λέω: «Τίποτα δὲν εἶδα, φωτίστηκε τὸ Ἐκκλησάκι καὶ τὸ καντήλι».
«Δὲν εἶδες τίποτε ἄλλο;». «Ὄχι, δὲν εἶδα ἐγὼ τίποτε ἄλλο. Τί ἤτανε;».
«Μωρέ, τίποτα δὲν ἤτανε καημένε».
Τοῦ λέω: «Μά, καλά, εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἦταν τίποτα; Γιατί νὰ μὴ τὸ βλέπομε κάθε μέρα, ἀφοῦ δὲν εἶναι τίποτα; Καὶ νὰ μὴ τὸ βλέπουν κι ὅλοι μάλιστα».
«Τίποτα δὲν ἤτανε, βρὲ παιδάκι μου, ἀλλὰ δὲν ἔχεις διαβάσει ὅτι ἡ Παναγία τὸ βράδυ γυρνᾶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ βλέπει τί κάνουν οἱ Μοναχοί;».
Πράγματι, τὸ εἶχα διαβάσει πρὶν λίγες μέρες, σέ μιὰ διήγηση.
«Ἔ, μοῦ λέει, πέρασε κι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶδε δυὸ παλαβοὺς ποὺ διάβαζαν καὶ κούνησε τὸ καντήλι νὰ μᾶς χαιρετίσει».
Μιὰ ἄλλη φορά, μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἴδιος εἶδε τὴν Παναγία στὸ Ἐκκλησάκι ἐκείνη τὴν ὥρα.
Ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες μὲ τὸν Γέροντα, γιατὶ μέχρι τὶς 6 περίπου τὸ πρωΐ ποὺ ἔφεξε, ποὺ ἦλθε ὁ παπάς ἀπὸ τὴ Σταυρονικήτα νὰ μᾶς λειτουργήσει, καθίσαμε ἐκεῖ καὶ ὁ Γέροντας μοῦ διηγήθηκε πάρα πολλὰ περιστατικὰ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.