Η νηστεία είναι εντολή του Θεού. Η πρώτη. Η πιο παλιά από όλες. Την έδωσε στον Αδάμ μέσα στον παράδεισο.
Το νόημα της νηστείας ήταν: με το όπλο της νηστείας να συνηθίσουν οι άνθρωποι στην υπακοή στον Θεό και στην πάλη κατά του διαβόλου.
Ο Xριστός, τόνισε ακόμη περισσότερο την αξία της νηστείας. Είπε: «Το γένος τούτο ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» – Δηλαδή με τη νηστεία πολεμάμε τον διάβολο και τον νικάμε.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας «Δεν αρκεί η αποχή από τροφές, αλλά ας νηστεύσωμε νηστεία αρεστή στον Θεό. Αληθινή νηστεία είναι η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από τον θυμό, αποχωρισμός από τις επιθυμίες, από τη συκοφαντία, το ψέμα, την επιορκία». (Μέγας Βασίλειος).
Οι παρακλητικοί κανόνες της Θεοτόκου
Τον Δεκαπενταύγουστο είναι μια περίοδος του εκκλησιαστικού έτους κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθειά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Επί δεκαπέντε μέρες πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού, και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας. Αλλά ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στους Παρακλητικούς Κανόνες του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού που ζητά παράκληση και παρηγοριά από την Παναγία.
Οι Παρακλητικοί Κανόνες, ο Μικρός και ο Μέγας, ή απλώς η Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση – επειδή δια των ύμνων αυτών οι πιστοί παρακαλούν την Παναγία να ακούσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους – ψάλλονται εναλλάξ, δηλαδή τη μία μέρα ψάλλεται η Μεγάλη και την άλλη η Μικρή.
Μόνο κατά τους εσπερινούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλονται οι Παρακλήσεις, και τούτο επειδή το περιεχόμενό τους είναι πένθιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών αυτών ύμνων.
Εκτός όμως από την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, η Μικρή ιδίως Παράκληση, ψάλλεται συχνά, «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους Ιερούς Ναούς είτε και κατ’ οίκον από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι’ αυτής τη Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία της.
Η δε διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη, οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Τα τροπάρια δηλαδή της Μικρής Παρακλήσεως είναι μικρότερα και συντομότερα από εκείνα της Μεγάλης.
Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου υμνογράφου ο οποίος κατ’ άλλους μεν ονομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μοναχός, κατ’ άλλους δε Θεοφάνης. Όπως φαίνεται όμως πρόκειται περί του ιδίου προσώπου, το οποίο έγινε Μοναχός, και από Θεοφάνης μετονομάσθηκε σε Θεοστήρικτο.
Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β΄, του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζομένου Λασκάρεως, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνα, και είναι πολύ μεταγενέστερος του Θεοστηρίκτου του Μοναχού.
Οι δύο Παρακλήσεις, πλην του Κανόνος, περιλαμβάνουν στην Ακολουθία τους και Ψαλμούς, δεήσεις υπέρ των ζώντων πιστών υπέρ των οποίων τελούνται, και Ευαγγελική περικοπή. Το περιεχόμενό τους είναι ικετευτικό, συγκινεί τους πιστούς, διδάσκει και προτρέπει αυτούς να προστρέχουν με θάρρος και εμπιστοσύνη πάντοτε προς την Κυρία Θεοτόκο, τη Μεγάλη Μητέρα τους, για να βρίσκουν παρηγοριά και να λαμβάνουν βοήθεια στις ανάγκες τους.
Προς την Κυρία Θεοτόκον ας ψάλλουμε και ’μεις, με πίστη και εκ βάθους καρδίας, τις ιερές Παρακλήσεις, και μαζί με τους ιερούς υμνωδούς, ας επαναλαμβάνουμε:
«Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχομεν, και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύνων και πειρασμών ημάς λύτρωσαι, αμερήτω σου ελέει», με την ακράδαντη βεβαιότητα ότι «δεν θα παρίδη την πενιχράν δέησίν μας, τον κλαυθμόν και τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά θα πληρώση τας αιτήσεις μας», για να δοξάζουμε Αυτήν μετά πόθου πάντοτε.