Ο μοναχός Ιάκωβος είχε μέσα του για αρκετά χρόνια πονηρό δαιμόνιο. Για να βρει τη θεραπεία του, ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να προσπέσει στην Αγία Εικόνα και να την προσκυνήσει…
Με θερμή πίστη ανέβηκε σε ένα ζώο και ξεκίνησε για το ιερό μοναστήρι μαζί με άλλους χριστιανούς
Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, οι συνοδοιπόροι του Ιάκωβου άκουσαν μία φωνή να λέει: “Ιάκωβε, πού σκοπεύεις να πας; Γύρισε πίσω και μην προχωρείς”. Αυτό έγινε δύο η τρεις φορές. Η φωνή γινόταν ακουστή, χωρίς να βλέπουν κανένα, διότι μιλούσε από μέσα του το δαιμόνιο.
Οι άλλοι φοβήθηκαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Βλέποντας τον άνθρωπο να είναι ήσυχος και να μην ταράσσεται καθόλου, πήραν θάρρος. Με ελπίδα στην Υπεραγία Θεοτόκο και επικαλούμενοι το όνομα Της, συνέχισαν τον δρόμο μέχρι που έφτασαν στα μέσα περίπου.
Τότε άκουσαν πάλι τον δαίμονα να μιλά και να ενοχλεί τον Ιάκωβο με τα εξής λόγια: “Ιάκωβε, τι κακό σου έκανα; Τόσα χρόνια βρίσκομαι μαζί σου και τώρα θέλεις να πας στην Παναγία του Κύκκου, για να με εκδιώξεις;
Ή, μήπως νομίζεις ότι αυτή η εικόνα είναι σαν τις εικόνες, που ιστορείτε εσείς; Μέχρι τώρα δεν σε έριξα ούτε σε γκρεμό, ούτε σε νερό ή σε φωτιά, και συ θέλεις να μου κάνεις κακό; Γνώριζε πως δεν θα σε αφήσω να προσκυνήσεις την αγία εικόνα”.
Όταν έφθασαν στην πύλη του ιερού μοναστηριού, κατέβηκαν από τα ζώα και διηγήθηκαν όσα συνέβησαν στον δρόμο. Κατέβηκε από το ζώο και ο Ιάκωβος και κάθισε κάτω. Οι πατέρες της Μονής του έλεγαν: “Πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσεις, όπως κάνουν και οι άλλοι”. Προσπάθησε τότε δύο και τρεις φορές να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου.
Με τη συνεργία του δαίμονα έγινε τόσο βαρύς και ασήκωτος, όπως μία μεγάλη ακίνητη πέτρα. Προσπάθησαν πολλοί μαζί να τον σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κουνήσουν.
Έμεινε έτσι στην πύλη τρεις ημέρες. Με μεγάλο κόπο και βία έφθασε αργότερα μέχρι την πύλη της εκκλησίας, αλλά εκεί πάλι τον εμπόδιζε ο δαίμονας, και δεν τον άφησε να μπει. Παρόλο που τον έσπρωχναν και άλλοι, αυτός έμεινε ακίνητος.
Στην πύλη έμεινε όρθιος μερικές ώρες και μετά με μεγάλη δυσκολία μπήκε στην εκκλησία και, αφού ήρθε μπροστά από την Εικόνα, προσκύνησε. Ο δαίμονας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη της Αειπαρθένου, τον έριξε κάτω, τον τάραξε με δύναμη και τον έκανε να σπαρταρά.
Ύστερα έφυγε αμέσως από μέσα του, κλαίγοντας για τη συμφορά του με αυτά τα λόγια: “Φεύγω, διότι με καταδιώκει η δύναμη της Αγίας Εικόνας, η οποία προέρχεται από τη Θεοτόκο”.
Ο Ιάκωβος σηκώθηκε πάνω υγιής και σώφρων, αναπέμποντας ύμνους και ευχαριστίες στη Θεομήτορα. Μετά από τη θεραπεία αυτή ιστόρησε στην Κύπρο πάρα πολλές εικόνες.