Οι μαθητές είχαν ζήσει κοντά στο Χριστό. Είχαν ακούσει τη διδασκαλία του και είχαν δει τα θαύματά του. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών: Της θυγατρός του Ιαείρου, του νέου της Ναΐν και βέβαια του Λαζάρου.
Αλλά, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό τους τα σχετικά με τη σταύρωση του Χριστού παρά τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις, σχετικά με τα πάθη Του, όσο και τις προαναγγελίες για την ανάστασή Του.
Δεδομένου ότι βρίσκονταν σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση από το όραμα, που είχε, σχετικά με τον αναμενόμενο Μεσσία η συντριπτική πλειονότητα των Εβραίων: Για έναν βασιλιά δοξασμένο, που θα κυριαρχούσε στη Γη και θα χάριζε στους ανθρώπους μια παραδείσια ζωή.
Όραμα, που αναποδογυρισμένο ζει και θεριεύει και στις μέρες μας. Αφού αναμενόμενος είναι πια ο Αντίχριστος και όραμα των σημερινών νεοταξιτών- Γκέιτς, Σβαμπ, Χαράρι, κλπ-η κόλαση της ανθρωπότητας.
Το όραμα των μαθητών του Χριστού συντρίφτηκε όταν είδαν το Χριστό να συλλαμβάνεται σαν ένας κοινός κακοποιός, να εξευτελίζεται με το χειρότερο τρόπο και να σταυρώνεται ανάμεσα σε δυο κακούργους.
Γι’ αυτό και τους φάνηκαν, «ωσεί λήρος»(=σαν φαντασιοπληξία) τα λόγια των Μυροφόρων, όταν τους είπαν ότι είδαν αναστημένο το Χριστό. Έτσι, που, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, μετά την ανάστασή Του, στους μαθητές του, να «ονειδίσει την απιστία τους».
Απιστία, που φαίνεται να έζησε με ιδιαίτερη ένταση ο Θωμάς. Που, μέχρι τότε, ένιωθε περήφανος ως μαθητής του Χριστού, ενώ τώρα ζούσε την ανείπωτη ντροπή για την σταύρωση του δασκάλου του.
Γι’ αυτό, όπως φαίνεται, ο Χριστός τον τιμώρησε με αναμονή μιας βδομάδας. Μέχρι να του προσφέρει τα πειστήρια της ανάστασής Του και παράλληλα την επιτίμηση για την απιστία του. Λέγοντάς του: «Πίστεψες, αφού με είδες.
Καλότυχοι όμως όλοι εκείνοι, που θα πιστέψουν, χωρίς να με ιδούν». Εννοώντας, φυσικά, τα εκατομμύρια, που θ’ ακολουθούσαν την εποχή των μαθητών και βέβαια δεν θα είχαν τη δική τους εμπειρία.
Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους των ημερών μας. Που βλέπουν το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια τους. Και δεν βρίσκουν από πού να κρατηθούν. Κι αλήθεια, ποια θα μπορούσε να ήταν η σανίδα παρηγοριάς, που θα μπορούσε να προσφέρει κάποιος στους ανθρώπους των ημερών μας;
Αυτοί, που ζούνε, ουσιαστικά, μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, διαθέτουν πολλές προσωπικές εμπειρίες. Που βέβαια δεν μπορούν να τις επιβεβαιώσουν με τη βάσανο της πειραματικής απόδειξης. Αλλά η εσωτερική βεβαιότητα, γι’ αυτούς, είναι πιο ισχυρή ακόμη κι απ’ την πιο οφθαλμοφανή πραγματικότητα.
Ενώ γι’ αυτούς, που ζούνε έξω απ’ το χώρο της Εκκλησίας, και δηλώνουν άθεοι, άπιστοι, δύσπιστοι, κλπ, θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί, ακόμη και τη φυσική πραγματικότητα:
Το χώμα, για παράδειγμα, είναι μια ευτελής ύλη. Και πολύ βέβαια περισσότερο η βρώμικη κοπριά. Κι όμως αυτά τα ευτελή υλικά επεξεργασμένα και αναστημένα μέσα από το θαύμα της δημιουργίας, μας δίνουν τους πιο εύγευστους και γλυκείς καρπούς.
Τα πλέον όμορφα και εύοσμα λουλούδια. Με τις άπειρες ποικιλίες. Με τα οποία τρεφόμαστε και ευφραινόμαστε. Που μεταστοιχειώνονται σε ο, τι έχουμε και είμαστε εμείς οι ίδιοι. Με τα λεπτεπίλεπτα όργανα του σώματός μας και τις απίστευτα θαυμαστές λειτουργίες τους.
Που παράγουν τη σκέψη, που κυοφορούν το συναίσθημα, που σφυρηλατούν τη θέληση. Έτσι, ώστε να μη φαίνεται περίεργο, το ότι κάποιοι πιστεύουν στο θαύμα και την ανάσταση, όσο και το ότι κάποιοι άλλοι δεν πιστεύουν.
Γιατί το θαύμα και η ανάσταση ολοτρίγυρά μας, όπως θα ’λεγε και ο ποιητής, «σε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει». Και κυριολεκτικά κολυμπούμε μέσα στο θαύμα, όπως τα ψάρια μέσα στο νερό.
Έτσι, που η απιστία μας να μοιάζει με την άρνηση των ψαριών να παραδεχτούν την ύπαρξη του νερού.
Ακριβώς απέναντι σ’ όλους εμάς και στους μαθητές και ιδιαίτερα στο Θωμά στέκεται εκείνος ο μυστηριώδης ληστής, που σταυρώθηκε στα δεξιά του Χριστού: Ο ληστής που ούτε άκουσε τη διδασκαλία ούτε είδε τα θαύματά του Χριστού.
Κι ούτε διέθετε την πολυτέλεια πάνω απ’ το σταυρό να φιλοσοφήσει σχετικά με το μυστήριο της φύσης και της δημιουργίας. Αφού, όλα κι όλα, όσα είδε και άκουσε, ήταν αυτά, που συνέβησαν και ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της σταύρωσης.
Και βέβαια δεν μπορούσε να ονειρευτεί το Χριστό, όπως οι μαθητές σαν επίγειο άρχοντα, που θα του πρόσφερε πλούτη, δόξες και τιμές. Γιατί δεν είχε κανένα περιθώριο για τέτοιου είδους αυταπάτες.
Αφού, τόσο αυτός, όσο και ο Χριστός ήταν ήδη σταυρωμένοι και ετοιμοθάνατοι… Κι όμως πίστεψε, όχι μόνο στην αθωότητα, αλλά και στη θεότητα του Χριστού. Και φυσικά και στην ανάσταση, του Χριστού και τη δική του.
Γιατί διαφορετικά δεν θα ζητούσε από έναν ετοιμοθάνατο σταυρωμένο, που πεθαίνει μαζί του, μέσα στην έσχατη εξουθένωση και τον έσχατο εξευτελισμό, να τον θυμηθεί και να τον δεχτεί στη βασιλεία του.
Κι έτσι να πραγματοποιήσει, με τη μετάνοια και την πίστη, το μεγαλύτερο άλμα στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος πολίτης του παραδείσου. Σε αντίθεση με τα κοπάδια των εύπιστων.
Που ανόητα ακολουθούν τους ανάξιους και της παραμικρής έστω εμπιστοσύνης τυφλούς οδηγούς της πολιτικής, θρησκευτικής και γενικότερα πνευματικής, δήθεν, πρωτοπορίας. Οι οποίοι μας σέρνουν στην καταστροφή και την κόλαση!
Όχι μόνο τη μέλλουσα, αλλά και την, εδώ και τώρα, επίγεια…