Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι στατικός. Τρέχει γρήγορα καὶ ἐμεῖς ἀσθαίνοντες τὸν κυνηγοῦμε, γιὰ νὰ τὸν πιάσουμε, νὰ χαροῦμε τὶς ὄμορφες, πολὺ λίγες ἀλήθεια, στιγμές του καὶ νὰ ξεχάσουμε μὲ τὴν παροδό του τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, τοὺς πόνους μας.

Κάθε πρωῒ ἔρχεται τὸ ξημέρωμα ἐλπιδοφόρο καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε βραδυάζει καὶ οἱ προσδοκίες μας μένουν, δυστυχῶς, ἀνεκπλήρωτες. Προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε.

Τρέχουμε πίσω του χωρὶς ἀνάπαυλα.

Τρέχουμε, ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς ἢ νὰ φύγουμε γερασμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτήν; Καὶ ποιές χαρὲς τῆς ζωῆς ζητοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε;

Τὶς πρόσκαιρες, αὐτὲς ποὺ μᾶς παρασύρουν σὰν ψόφια ψάρια στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ μᾶς ἐκβράζουν στὴν θάλασσα τῆς ἀπωλείας, ἢ τὶς οὐράνιες, τὶς αἰώνιες, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας;

Φιλοσοφώντας τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας βλέπουμε ὅτι ὁ χρόνος μας ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Δὲν ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του;

Δὲν εἶναι ἁμάρτημα, ἀφοῦ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ δεικνύει καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί;

Θεωρῶ ὅτι ἔχουμε χρέος ὅλοι μας οἱ παρεπίδημοι στὴν γῆ, νὰ μὴν σπαταλοῦμε ἄσκοπα τὸν χρόνο μας, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐξαγοράζουμε σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (Ἐφεσ. ε΄ 15 ).

Ἔχουμε χρέος νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μὲ δικαιοσύνη, μὲ σωφροσύνη καὶ μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν ἄχρονο Δημιουργὸ καὶ Κυρίαρχο τῶν καρδιῶν μας.

Καὶ νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι τὸ τέλος μας εἶναι ἐγγύς, πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ χρόνου μας πάνω στὴν γῆ, ποὺ τὸ πότε θὰ ἔρθει κανεὶς δὲν τὸ γνωρίζει.

Ἔρχεται ὅπως ὁ κλέπτης τὴν νύχτα καὶ κλέβει τὶς ψυχές μας. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται» μᾶς προειδοποιεῖ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Κεφ. ε΄ 1-8).

Ὁ χρόνος κυλάει, ἀλλὰ ἀφήνει πίσω τὰ σημάδια του. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς μεγαλώνει καὶ μᾶς μικραίνει. Ὅσο αὐξάνονται τὰ χρόνια τῆς γήϊνης ζωῆς μας τόσο φθίνει ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ χρόνος καὶ μᾶς φθείρει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Φθορὰ εἶναι τὸ γῆρας, οἱ ἀσθένειες, οἱ πόνοι. Ἀνακαίνιση ἡ μετάνοια, ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β΄ Κορ. δ΄ 16).

Ἡ φιλοσοφία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας πολὺ παραστατικὰ εἰκονίζεται σὲ μία τοιχογραφία τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Κρίνας, στοὺς Βαβύλους τῆς Χίου.

Στὸν ἱστορικὸ αὐτὸ Ναὸ τοῦ δωδεκάτου αἰῶνος ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ἁγιογραφία, ὅπου ὁ ἄνθρωπος καλοντυμένος, καλοζωϊσμένος, μὲ ἀρχοντικὸ παρουσιαστικό, ἔχει πιάσει ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τὴν γυμνὴ εὐκαιρία, τὸν γυμνὸ χρόνο, προσπαθώντας νὰ τὸν τιθασεύσει.

Αὐτός, ὅμως, ἔχει στὰ πόδια φτερά, ἔχει τροχούς, καὶ φεύγει τόσο γρήγορα ποὺ εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν συγκρατήσει.

Τοιχογραφία τοῦ κυλίσματος τοῦ χρόνου

Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Ἁγιοβαρναβίτης, χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς ἁγιογραφίας, ἔλεγε γιὰ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας, ὅτι εἶναι γυμνή, καὶ ἂν μᾶς προσπεράσει δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ ροῦχα της.

Τρέχει πάνω στοὺς ἀδυσώπητους τροχοὺς τοῦ χρόνου, αὐτοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Πρὶν μᾶς προσπεράσει, ὅμως, μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε ἀπὸ τὰ μαλλιά. Γιὰ νὰ τὴν πιάσουμε, ὅμως, χρειάζεται ἐπαγρύπνιση, ἐγρήγορση, ἀγωνιστικὸ φρόνημα.

Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαύσουμε ἐδῶ τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Δὲν εἶναι εὐκαιρία ἡ καλοπέραση, οἱ ἀνέσεις, ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου, οἱ ἡδονές, τὸ καλὸ ντύσιμο, ὅπως τοῦ ἀνθρωπου τῆς ἁγιογραφίας.

Εὐκαιρία εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ κόσμου, τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τοῦ, Κύριε, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. στ΄ 10).

Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, καὶ ἂς μὴν ἀφήνουμε νὰ μᾶς προσπερνάει ὁ χρόνος, οἱ εὐκαιρίες τῆς σωτηρίας μας, λέγοντας «οὔπω καιρός», γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσουμε καὶ ποῦμε «οὐκέτι καιρός», ἢ «μακάρι νὰ γυρνοῦσε ὁ χρόνος πίσω».

Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. στ΄ 2).

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ