Φέτος, η εορτή των Θεοφαν(ε)ίων είναι εντελώς διαφορετική, λόγω των μέτρων για την αποφυγή διασποράς του κορωνοϊού. Για ακόμη μία χρονιά, όμως, η λέξη Θεοφάν(ε)ια γράφεται με δύο διαφορετικούς τρόπους.
Κάποιοι προτιμούν το «Θεοφάνεια», άλλοι το «Θεοφάνια». Τελικά, ποια είναι η σωστή ορθογραφία;
Διαβάζουμε στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής: Θεοφάνια τα [θeofánia] O40: η γιορτή της βάφτισης του Χριστού, τα Φώτα [λόγ. < ελνστ. ἡ Θεοφάνεια (γιορτή της γέννησης και της βάφτισης του Χριστού, κατά το παλιότερο ἡ Ἐπιφάνεια) > μσν. τα Θεοφάνια (γιορτή της βάφτισης του Χριστού), με αλλαγή γένους και αριθμού αναλ. προς το η Χριστού γέννα > τα Χριστούγεννα (πρβ. αρχ. τά Θεοφάνια ‘γιορτή στους Δελφούς, όπου έδειχναν αγάλματα θεών’)].
Δηλαδή, το Λεξικό δέχεται τη λόγια γραφή Θεοφάνεια, αλλά στο θηλυκό: Η Θεοφάνεια (όπως αναλόγως και η Επιφάνεια).
Αλλά και στο Λεξικό Ετυμολογίας του Γιώργου Μπαμπινιώτη διαβάζουμε τα εξής: «Διάφορες εορτές εκφέρονται σε πληθυντικό ουδετέρου, όπως συμβαίνει με τα Επιφάνια και τα Θεοφάνια (πβ. επίσης Ίσθμια, Πύθια, ακόμη και Χριστούγεννα).
Επειδή οι λέξεις αυτές προέρχονται απευθείας από θέμα τού ρ. φαίνομαι και όχι από το αντίστοιχο επίθ. (επιφανής), είναι ορθό να γράφονται με -ι- (Επιφάνια, Θεοφάνια), πράγμα που τις διαχωρίζει από τα παράγωγα τού επιθέτου (π.χ. επιφανής – η επιφάνεια)».
Για να το δούμε και χρονικά, στα αρχαία χρόνια υπήρχε η γιορτή Θεοφάνια. Τα Θεοφάνια γιορτάζονταν την 7η του μηνός Βυσίου μόνο στους Δελφούς. Με τη γιορτή αυτή άρχιζε το Δελφικό Έτος και οι θρησκευτές γιόρταζαν την επάνοδο του Απόλλωνα από τη Χώρα των Υπερβορίων.
Η γιορτή αυτή συνέπιπτε με την έναρξη της άνοιξης και την εαρινή ισημερία, ήταν όμως καθαρά τοπικού χαρακτήρα. Η εαρινή ισημερία σε άλλες πόλεις γιορταζόταν με την ονομασία «Ιλάρια», όπου οι θρησκευτές φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι και στο πρόσωπο κωμικά προσωπεία, δείγματα χαράς και ευθυμίας.
Παρεμφερής γιορτή ήταν και τα Θεοξένια, και μάλιστα πιο μεγάλη από τα Θεοφάνια και όχι μόνο στους Δελφούς. Τα Θεοξένια γιορτάζονταν την 7η του μηνός Θεοξενίου και ο εορταζόμενος θεός φιλοξενούσε και τους άλλους θεούς. Και οι δύο γιορτές ανήκουν στον Απολλώνιο Κύκλο και έχουν ως έδρα τους Δελφούς.
Αργότερα, όμως, η λέξη Θεοφάνια κατέλαβε περίοπτη θέση στο λεξιλόγιο της θρησκείας μας, καθώς χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλώσει το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού, αλλά και την ίδια τη γέννηση του Χριστού, καθώς μάλιστα τα Χριστούγεννα είχαν διπλή ονομασία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι στις 6 Ιανουαρίου τιμούσαν κάποτε και τις δύο μεγάλες γιορτές.
Κι αυτό μέχρι τον 4ο αιώνα, όταν οι δύο αυτές γιορτές πήραν τον δρόμο τους, καθώς πλέον τα Χριστούγεννα εορτάζονταν στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα αφιερωμένη στον Θεό Ήλιο από τους εθνικούς.
Από εκείνο το σημείο, λοιπόν, και έπειτα άρχισε να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάν(ε)ια για τη Βάπτιση του Κυρίου (εμφάνιση της Αγίας Τριάδος, εορτή των Φώτων), παράλληλα με τη λέξη Επιφάνια.
Ετυμολογικά, η γραφή με -ει- δικαιολογείται εν μέρει ως δήλωση της ιδιότητας του επιθέτου «θεοφανής». Όμως πρόκειται για γιορτή σε ουδέτερο γένος, οπότε και κρίνεται προτιμότερο να τηρείται η γραφή με -ι- (όπως τα Πύθια, τα Ίσθμια κ.λπ.).