Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς συχνότερα χρησιμοποιούμενες Ἀκολουθίες τοῦ Εὐχολογίου μας. Καὶ αὐτὸ γιατί τελεῖται σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ πολλὲς ἐκφάνσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν μας, στὰ σπίτια, στὰ καταστήματα, στοὺς ἀγρούς, στὶς ἐπιχειρήσεις κ.ο.κ.
Ἔχει γι’ αὐτὸ ἀρκετὲς παραλλαγὲς ἀλλὰ καὶ διαφορὲς στὰ χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνουν τὴν Ἀκολουθία του. Ὀνομάζεται δὲ μικρὸς γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων.
Ὁ τελευταῖος ὀνομάζεται «Μεγάλος» ἐξ αἰτίας τοῦ μήκους, τῆς ἰδιαιτέρας σκοπιμότητας καὶ ἐπισημότητάς του. Παλαιότερη εἶναι σίγουρα ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μὲ τὴν τοῦ Βαπτίσματος κάπως τροποποιημένη.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸ ἁγιαζόμενο νερὸ τῶν Θεοφανείων βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι. Πρὶν μποῦν αὐτοὶ στὸ ἁγιασμένο – πλέον – νερὸ ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔπιναν ἢ ράντιζαν τὰ σπίτια τους.
Σκοπὸς τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσει τὸ νερὸ διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν τοῦ Κυρίου δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι θεραπευτικὴ κάθε ἀσθενείας, ἀπελατικὴ παντὸς δαιμονίου καὶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διὰ τοὺς πίνοντας, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς ἴδιας τῆς Ἀκολουθίας.
Ἀρχικῶς ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μία καὶ μόνη εὐχή, ἡ ὁποία ἀναγινωσκόταν περίπου μετὰ τὰ ἀντίφωνα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Τέτοιες εὐχὲς ὑπάρχουν δύο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα βιβλία ποὺ περιέχουν τέτοιες ἁγιαστικὲς εὐχὲς καὶ Ἀκολουθίες, δηλαδὴ στὸ εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος ἐπισκόπου Θμούεως (μέσα 4ου αἰῶνος).
Ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες στὸ Βαρβερινὸ εὐχολόγιο (8ος αἰώνας) γιὰ διάφορες «χρήσεις».Ἀργότερα καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα κ.ἑ. καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ἀποσυνδέθηκε ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία.
Ἄρχισε δὲ καὶ αὐτὴ νὰ ἐξελίσσεται ὅπως τὰ ὑπόλοιπα μυστήρια ἢ ἀκολουθίες, ποὺ ἀποσυνδέθηκαν ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία. Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας τελοῦνταν συνδεδεμένα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι πραγματικὰ ἡ τελείωσις τῶν Μυστηρίων.
Σήμερα μόνον τὸ Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης τελεῖται ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔτσι λαμβάνει ὁ Ἁγιασμὸς βαθμηδὸν τὴν μορφὴ ποὺ ἔχει σήμερα –ὡς ἕνα εἶδος ἐπιτομῆς Ὄρθρου– καὶ τελεῖται αὐτοτελῶς.
Ἔχει ἐπίσης ἀρκετὲς ἔμμεσες ἐπιδράσεις –ὅπως εἶναι φυσικὸ– ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὅπως κάποια ἀπὸ τὰ Εἰρηνικὰ («Ὑπὲρ τοῦ φωτισθῆναι ἡμᾶς», «Ὑπὲρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου…»), φράσεις τῶν καθαγιαστικῶν εὐχῶν, ἡ εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας καὶ ἡ ἐμβάπτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἡ ἔρευνα ἔχει καταδείξει ὅτι στὴν διαμόρφωση τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἡ πανηγυρικὴ τέλεσή του στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου βρισκόταν τὸ περίφημο ἁγίασμα τῆς Θεοτόκου.
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ἀκολουθία ἔχουν παρεμβληθεῖ τόσα πολλὰ τροπάρια ποὺ ἀφοροῦν στὴν Θεοτόκο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μοιάζει μὲ ἕνα μικρὸ θεομητορικὸ Ὄρθρο.
Συμπεριλαμβάνεται ὅμως καὶ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἐπικλήσεων διαφόρων Ἁγίων καὶ αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει ἀναλόγως μὲ τὴν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ πρὸς ὁρισμένους Ἁγίους, τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν κατὰ τόπους τιμὴ ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν.
Τὸν Ἁγιασμὸ ἔχει ἐπηρεάσει καὶ ἡ πράξη τοῦ παλατίου. Τὸ τροπάριο «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» ἔχει μᾶλλον εἰσαχθεῖ γι’ αὐτὸν τὸν βασιλικό του χαρακτῆρα. Ὑπάρχει δὲ στὴν εὐχὴ καὶ σχετικὴ δέηση ὑπὲρ τοῦ βασιλέως.
Τέλος μία ἀκόμη ἐπιρροὴ εἶναι καὶ ἡ κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ «βάπτισις τῶν τιμίων ξύλων» ἢ «ἀπομυρισμὸς τοῦ τιμίου σταυροῦ», δηλαδή ὁ ἁγιασμὸς νεροῦ γιὰ ἀναλόγους πρὸς τὸν Ἁγιασμὸ σκοποὺς διὰ τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ἔχει εἰσαχθεῖ εἴτε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ὡς εἰκονικὴ ἀναπαράσταση τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου (ὁ Ἱερεὺς ἐμβαπτίζει τὸν Σταυρὸ στὸ ἤδη ἁγιασμένο νερὸ «ὄρθιον αὐτὸν κατάγων καὶ ἀνάγων»), ὅπως δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Κύριος στὸν Ἰορδάνη καὶ μάλιστα βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ νερὸ, ἀφοῦ δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες ὅπως οἱ λοιποὶ βαπτιζόμενοι ἀπὸ τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, εἴτε ἀπὸ τὴν βάπτιση ἢ ἀπομύριση τῶν τιμίων ξύλων.
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμὸς ποὺ τελεῖται καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων1 ἔχει τὴν καταγωγή του στὴν εὐλογία τοῦ νεροῦ τῆς Βαπτίσεως τῶν Κατηχουμένων καὶ εἶναι ἡ ἴδια Ἀκολουθία καὶ γιὰ τὶς δύο ἡμέρες. Ἦταν μάλιστα λαμπρότερος ὁ ἑορτασμὸς τῆς παραμονῆς ἀπὸ τὴν κυριώνυμο, τοὐλάχιστον ἀρχικά, ὅταν ὑπῆρχαν Κατηχούμενοι.
Ἰδιαίτερη νηστεία γιὰ τὴν πόση του δὲν χρειάζεται. Δὲν ὑπάρχει κάποιος ἱερὸς κανόνας ὁ ὁποῖος νὰ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ἡ μόνη νηστεία – προετοιμασία γιὰ τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ εἶναι, ὅσοι τὸν πιοῦν, νὰ εἶναι τελείως νηστικοὶ ἐκεῖνο τὸ πρωΐ.
Πολλοὶ συγχέουν τὴ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων μὲ τὴν πόση τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ. Ἡ νηστεία αὐτὴ καθιερώθηκε μετὰ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν τῶν Θεοφανείων.
Μέχρι τὸν 5ο μ.Χ. αἰῶνα οἱ δυὸ αὐτὲς ἑορτὲς ἑορτάζονταν μαζὶ κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου καὶ φυσικὰ ἡ προπαρασκευὴ διὰ νηστείας γιὰ συμμετοχὴ σ’ αὐτὲς ἦταν μία καὶ κοινή.
Ὅταν γιὰ διάφορους λόγους μετατέθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων στὴν 25η Δεκεμβρίου καὶ ἡ ἀρχικὴ προπαρασκευὴ τῶν ἑπτὰ –τότε– ἡμερῶν ἔγινε τεσσαρακονθήμερη, οἱ Πατέρες, φιλανθρώπως σκεπτόμενοι, δὲν θέλησαν μετὰ ἀπὸ μιὰ τόσο μακρὰ νηστεία νὰ προσθέσουν καὶ μία ἀκόμη γιὰ τὰ Θεοφάνεια.
Ἔτσι καθιέρωσαν τὴν μονοήμερη αὐτὴ νηστεία γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῶν Φώτων, θεωρώντας ὅτι ἡ προπαρασκευὴ γιὰ τὰ Χριστούγεννα ἦταν ἀρκετὴ καὶ γιὰ τὰ Φῶτα.
Ἐὰν χρειαζόταν ἰδιαίτερη νηστεία γιὰ τὸν Μεγ. Ἁγιασμὸ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ καθιερωθεῖ καί ἄλλη μιὰ νηστεία, τὴν 4η Ἰανουαρίου, γιατί στὰ νεώτερα χρόνια μετατοπίσθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῆς παραμονῆς ἀπὸ τὸ βράδυ στὸ πρωῒ καὶ τελεῖται τὸ πρωῒ τῆς παραμονῆς.
Ἐὰν βεβαίως κάποιοι γιὰ διαφόρους λόγους (π.χ. ὑγείας) δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν μέχρι τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ καὶ δὲν θὰ κοινωνήσουν, τότε μποροῦν νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸν Μεγ. Ἁγιασμὸ τῆς παραμονῆς. Σημειωτέον ὅτι πρῶτα μεταλαμβάνουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, στὴν συνέχεια τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ καὶ στὸ τέλος τὸ ἀντίδωρο.
Τέλος, ἀπαντῶντας στὸ ἐρώτημα ἐὰν μποροῦμε νὰ κρατοῦμε στὸ σπίτι μας Μεγ. Ἁγιασμό, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καὶ πάλι κάποιος ἀπαγορευτικὸς πρὸς τοῦτο ἱερὸς κανόνας.
Μάλιστα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει πὼς οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς του τὸν κρατοῦσαν πρὸς χρήση καὶ εὐλογία γιὰ ἕνα, δύο ἢ ἀκόμη καὶ περισσότερα χρόνια, χωρὶς βεβαίως ποτὲ νὰ ἀλλοιωθεῖ.
Ὁ Μεγ. Ἁγιασμὸς λοιπὸν εἶναι πρὸς ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν καὶ μπορεῖ νὰ διατηρεῖται στὸ σπίτι, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα καὶ νὰ πίνεται ὅπως καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων ἀπὸ νηστικούς.
Ἁγιάζει τὴν φύση, τὴν δημιουργία ὁλόκληρη ἀλλὰ κυρίως τὴν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.