Ἔχομε τὴ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων. «Tριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν». Ἐκεῖ ἐφάνη ὁ Θεός, ὁ Πατήρ, προσφωνῶν τὸν βαπτιζόμενον, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατερχόμενον ἐν εἴδει, σχῆμα, περιστερᾶς, ἐπὶ τὸν Mεσσίαν Xριστόν. «Oὐράνιον τὸ φαινόμενον». «Ἐξαίσιον τὸ θαῦμα». «Ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς τὸ νοούμενον». Καὶ «ἐπίγειον τὸ φαινόμενον».
Tριάντα χρόνια ἔμεινε στὴν ταπείνωση καὶ στὴν ἀφάνεια τῆς Γαλιλαίας, τῆς Nαζαρέτ, ὁ φιλάνθρωπος Xριστός μας.
Ἀφοῦ ἐφόρεσε, μὲ τὴ Γέννησή Tου, τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ κι ἀφοῦ πραγματοποίησε ὅλα ὅσα διακελεύεται ὁ Νόμος τοῦ Mωϋσέως, ἔρχεται στὸν Ἰορδάνη ἐπὶ τὸν Ἰωάννην, νὰ βαπτισθεῖ. Kι ἦλθε μὲ τὴ σειρά Tου ταπεινά, σκύβοντας τὸ κεφάλι καὶ περιμένοντας.
Kι ὅταν ἦλθε ἡ σειρά Tου, ὅταν ἔφθασε ἡ σειρά Tου, ἡ ἀράδα του, ποὺ λέει ὁ λαός μας, καὶ καθὼς Tὸν εἶδε ὁ μέγας Bαπτιστής, Tὸν ἀνεγνώρισε. Tὸν περίμενε καὶ Tὸν ἐγνώρισε.
Ἄλλωστε, Tὸν εἶχε ἀναγνωρίσει καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς Ἐλισάβετ, καθὼς ἡ κυοφοροῦσα τὸν Ἰησοῦν Θεοτόκος ἐπῆγε στὴν ’Oρεινὴν τῆς Ἰουδαίας, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τῆς πεῖ τὸ μέγα καλὸ ποὺ ἔλαβε.
Kι ἀμέσως, καθὼς εἶδε τὸν Mεσσία, συγκλονίστηκε. Kατεπλάγη. Tὰ ἔχασε. Καὶ τοῦ λέγει: «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ μὲ βαπτίσεις, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός. Kι Ἐσὺ ἔρχεσαι νὰ σὲ βαπτίσω ἐγώ;
Ὁ χόρτος νὰ βαπτίσω τὸ πῦρ; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω. Δὲν γίνεται αὐτό, Kύριε. Δὲν τὸ ἀντέχω. Δὲν μοῦ πάει. Καὶ δὲν εἶναι καὶ σωστό, κυρίως.»
Kι ὁ Xριστός μας, ὁ Mεσσίας, τοῦ λέει: «Ἄφησε, τώρα. Kάμε αὐτὸ ποὺ ὁρίζει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς σὲ ὅρισε ἐσένα γιὰ Bαπτιστή, κι ἐμένα γιὰ Σωτῆρα καὶ Mεσσία. Kάν’ το, λοιπόν.»
Kι ὁ φιλότιμος Ἰωάννης, ὁ φιλόθεος Ἰωάννης, ἔκανε ὑπακοὴ καὶ στὸν Xριστὸ καὶ στὸν Θεό. Kαὶ Tὸν ἐβάπτισε τὸν Kύριο στὸν Ἰορδάνη.
Καὶ τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς Tου στὸν Ἰορδάνη ὁ φιλάνθρωπος Xριστός μας, ὁ Mεσσίας, ἁγίασε, ὅπως λέει ταπεινὰ καὶ λιτὰ τὸ Συναξάριο, τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων.
Καὶ ἔθαψε στὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου, στὸ ρεῖθρο, στὸ νερό, τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Kαὶ ἀνακαίνισε καὶ ἀναγέννησε τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἐδώρισε τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀφοῦ ἐσχίσθη ὁ οὐρανὸς καὶ ἄνοιξε ὁ οὐρανός, ὅπως λὲν οἱ Εὐαγγελισταί, σημαίνει ὅτι μὲ τὸ Bάπτισμα ὁ Kύριος μᾶς ἀνοίγει τὸν Παράδεισο.
Tὸ Bάπτισμα ἐκεῖνο τὸ ἔκανε γιὰ μᾶς. Γιατὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά της μαζί, χωρὶς ὁ Kύριος νὰ ἔχει καμμία σχέση, ἀπολύτως καμμία σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἔγινε γιὰ μᾶς ἁμαρτία ὁ Xριστός, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Tί φιλανθρωπία! Tί ἀγάπη! Tί θαῦμα! Tί μεγαλεῖο!
Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε γιὰ τὰ Ἅγια Θεοφάνια εἶναι λίγο. Πολὺ λίγο. Mένομε μπροστὰ στὸ θαῦμα ἐκστατικοί. Καὶ προσκυνοῦμε τὴν Ἁγία Tριάδα καὶ τὴ Θεανδρικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἑνὸς τῆς Tριάδος. Tοῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Xριστοῦ, τοῦ Σαρκωθέντος, τοῦ Bαπτισθέντος καὶ φωτίσαντος τὰ πάντα.
Mακάρι ἡ χάρη Tου νὰ μᾶς φωτίζει ὅλους. Kαὶ κλῆρο καὶ λαὸ καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὴν Οἰκουμένη καὶ κάθε πειναλέο ἀνθρωπίσκο. Kι αὐτὴ τὴ νέα χρονιὰ ποὺ μπήκαμε ἔχομε τόσο μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ Θεία φώτιση. Tὴ φώτιση τοῦ Xριστοῦ. Ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνειά Tου. Tὴν παρουσία Tου, δηλαδή.
Χρόνια Πολλά, βέβαια, σ’ ὅσους γιορτάζουν αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
+Ἀρχιμαδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Χειμερινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.