Υπάρχουν δύο ιδιότητες που ταιριάζουν στη Μητέρα του Θεού: αειπάρθενος και ταυτόχρονα Θεοτόκος. Και αυτές οι δύο ιδιότητες απορρέουν από το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός, που γεννήθηκε από αυτήν σαν άνθρωπος, είναι ο Υιός του Θεού, ο μονογενής.
Να διακηρύττεις ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από αυτήν, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, από την ένωση μιας γυναίκας και ενός άνδρα, σημαίνει να τον υποτάσσεις σ’ αυτούς τους νόμους, επομένως, να μην τον αναγνωρίζεις ως Υιό του Θεού, αλλά να τον θεωρείς ως καθαρά ανθρώπινη φανέρωση μέσα στα όρια τούτου του κόσμου.
Ο πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Κarl Barth υποστήριξε, αντίθετα από έναν άλλον προτεστάντη τον Εmil Brunner (Der Mitttler) την γέννηση του Ιησού Χριστού από την Παρθένο Μαρία, λέγοντας ότι ο γεννημένος εκ της Παρθένου Ιησούς, μας αποκαλύπτεται ως άνθρωπος και ταυτόχρονα ως κάτι διαφορετικό από μας.
Η παρθενία της Μητέρας του Χριστού μας βεβαιώνει πως στο πρόσωπό του έχουμε ανάμεσα μας τον ασύλληπτο Θεό.
Εκτιμώντας αυτή την αναγνώριση του Barth οφείλουμε παρ’ όλα αυτά να παρατηρήσουμε ότι δεν βλέπει στη σύλληψη του Χριστού να υπεισέρχεται μια προετοιμασία της Μητέρας του, προετοιμασία βοηθημένη από την ενέργεια του Θεού.
Γι’ αυτό το λόγο ο Barth δεν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά με τη γέννηση του Χριστού από την Παρθένο, για τη σημασία που έχει η Παρθένος μέσα στο Χριστιανισμό. Μένει έτσι αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Προτεσταντισμού.
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς υπογράμμισαν αυτή την προετοιμασία της Παρθένου, μέσα στην οποία η ενέργεια του Θεού ενώθηκε με την ενέργεια εκείνης που θα γινόταν και πραγματικά έγινε η Μητέρα του Χριστού, καθώς και το γεγονός ότι αυτή η προετοιμασία ήταν μια νίκη πάνω στα πάθη που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και να αναπτυχθούν μέσα της και επομένως, να την εμποδίσουν να παραμείνει συλλαμβάνοντας το Χριστό,, στην κατάσταση της άσπιλης παρθενίας και να διατηρήσει την παρθενία της για πάντα.
Επομένως η γέννηση του Σωτήρα από την Παρθένο δεν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στους φυσικούς νόμους αλλά ακόμη τη δική της νίκη πάνω στα πάθη στα οποία υποτάσσεται γενικά ο άνθρωπος.
Χάρη σ’ αυτό το γεγονός υπηρέτησε τη σύλληψη του Χριστού «μη φύσει σώματος μόνον, αλλά και νω και θελήσει». Και αυτή η συνεργασία εμψυχώθηκε από την αγάπη του Υιού του Θεού γι’ αυτήν και τη δική της αγάπη για κείνον.
Αλλά σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε διεξοδικότερα.Προς το παρόν σημειώνουμε ότι υπάρχουν δύο πράξεις που υψώνουν το Χριστό πάνω από τους νόμους που βασιλεύουν στον κόσμο: Η γέννηση από την Παρθένο και η Ανάσταση.
Και αυτοί που μαρτυρούν για τη γέννηση του Χριστού από την Παρθένο ανήκουν στην ίδια ομάδα μ’ αυτούς που μαρτυρούν για την Ανάστασή του. Συνεπώς και οι μεν και οι δε είναι της ίδιας αξιοπιστίας.
Στην πρώτη ομάδα ειδικά, πηγή της γνώσης για τη γέννηση από την Παρθένο είναι η μαρτυρία της μητέρας του Χριστού.
Ένας απ’ αυτήν την ομάδα, ο ευαγγελιστής Λουκάς, μετέφερε και μάλιστα γραπτά τον διάλογο ανάμεσα σ’ αυτήν και τον αρχάγγελο Γαβριήλ για το γεγονός της Γέννησης.
Επειδή και οι δύο πράξεις στηρίζονται στη μαρτυρία της ίδιας ομάδας δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε τη μαρτυρία τους για την Ανάσταση και να αρνηθούμε τη μαρτυρία τους για τη γέννηση από την Παρθένο.
Και μάλιστα, αν θεωρήσουμε ότι και οι δύο πράξεις έχουν ως θεμέλιο τη θεία δύναμη που ξεπερνά τους φυσικούς νόμους, και το θέλημα του Θεού να μας υψώσει πάνω από το απόλυτο καθεστώς της φύσης, κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχουμε κανένα λόγο να δεχθούμε πως ο Χριστός αναστήθηκε αλλά δεν γεννήθηκε από την Παρθένο.
Ασφαλώς στην πράξη της Ανάστασης του Χριστού δεν βλέπουμε τη συνεργασία ενός άλλου.
Αλλά παρ’ όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας της ενέργειας της ανθρώπινης φύσης του με τη θεία του ενέργεια που εμπεριέχει κι αυτή επίσης μια αγάπη αυτής της φύσης για το Θεό που έγινε υπόστασή της· αγάπη όμοια μ’ αυτή που υπάρχει ανάμεσα στη ψυχή και στο σώμα μας.
Αλλά αυτή ή αγάπη προς το Θεό και η αγάπη του προς αυτήν νοιώθονται από την αγάπη του που φανερώθηκε ανάμεσα στην Παρθένο και τον Υιό του Θεού στο διάστημα της προετοιμασίας της για την παρθενική σύλληψη εκείνου ως ανθρώπου και μάλιστα μέσα στην πράξη αυτής της σύλληψης.
Η άγαπητική ένωση ανάμεσα στην Παρθένο και το Χριστό που κορυφώθηκε στην παρθενική σύλληψή του, πραγματοποίησε την συγκεκριμένη στιγμή την κάθαρση της Παρθένου από το προπατορικό αμάρτημα, κάθαρση που συνέπεσε με την αναμάρτητη σύλληψη του Χριστού.
Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην Ανάσταση του Χριστού, καθ’ όσον ο θάνατός του δεν προκλήθηκε από ένα αμάρτημά του αλλά από τα αμαρτήματα των άλλων που τα σήκωσε πάνω του από αγάπη γι’ αυτούς.
Βέβαια η Ανάσταση του Χριστού και η ελευθερία του από την αμαρτία οφείλονται κατά πρώτο λόγο στη θεία του υπόσταση, αλλά αυτή η υπόσταση συνάντησε μέσα στην αγάπη του για την ανθρωπότητα την αγάπη της μητέρας του και της ανθρώπινης φύσης, που πήρε απ’ αυτήν, αγάπη που μπόρεσε να δεχτεί την απελευθέρωση από την αμαρτία.
Όπως και νάναι, τόσο η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο όσο και η Ανάστασή του αποδεικνύουν πως είναι ο Υιός του Θεού και πως για να πραγματωθεί η πρώτη πράξη συνέβαλε και η μητέρα του.
Έτσι η πράξη της Ανάστασης του Χριστού που αποτελεί τη βάση για τη μελλοντική μας Ανάσταση δεν θα είχε γίνει αν προηγουμένως δεν είχε συλληφθεί από την Παρθένο, κι αυτή η σύλληψη πραγματώθηκε με την θεία υπόσταση του Χριστού, στην οποία όμως συνέβαλε και η προετοιμασία της μητέρας του.
Γιατί αν ο Χριστός δεν είχε αρχίσει την ανθρώπινη ζωή του από τη σύλληψη της Παρθένου, για την οποία είχε προετοιμασθεί η αγία Μητέρα του, δεν θα είχε αποδειχθεί ότι είναι ο Υιός του Θεού ή ότι ο Υιός του Θεού εισήλθε στον κόσμο, και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα είχε γίνει η Ανάσταση.
Από αυτές τις δύο πράξεις αλλά και από τις δύο μαζί διαπεράστηκαν τα τείχη του κόσμου μας· από αυτές τις δύο, αλλά και από τις δύο μαζί αποδείχτηκε ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει καταδικαστεί να μένει κλεισμένος στον εαυτό του.
Χωρίς αυτές τις δύο πράξεις με τις οποίες ο Χριστός άρχισε και τέλειωσε την επίγεια ζωή του δεν θα είχαμε καμία απόδειξη συγκεκριμένη και μαρτυρημένη για την ύπαρξη ενός Θεού πάνω από τον κόσμο, που μπορεί να εισχωρήσει μέσα στον κόσμο και μπορεί να υψώσει αυτούς που είναι μέσα του πάνω από τον κόσμο.
Αυτός που αρχίζει τη ζωή του ως άνθρωπος υποταγμένος στους φυσικούς νόμους, δεν αποδεικνύεται πως είναι Θεός και επομένως δεν μπορεί ούτε να αναστήσει.
Και ακόμη εκείνη που τον γέννησε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους δεν θα ήταν η μητέρα του Θεού.
Η Μητέρα του Χριστού αποδεικνύει πως είναι η Μητέρα του Θεού από το γεγονός ότι τον γέννησε όντας Παρθένος.
Αλλά η ρίζα της γέννησης του Χριστού από την Παρθένο και σε σύνδεσμο μ’ αυτήν της Ανάστασής του, που δείχνουν ότι υπάρχει ένας Θεός υπεράνω αυτού του κόσμου και επομένως ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι να μας λιώσει ο θάνατος μέσα στον κόσμο, βρίσκεται μια σχέση του Θεού γενικά με τη δημιουργία και ειδικά με τον άνθρωπο, σχέση που απαιτεί να γίνει πιο ρητά περιγραπτή.
Αυτός ο κόσμος φαίνεται, με τις σοβαρές ελλείψεις του ή με τα όριά του στο ηθικό και οντολογικό πεδίο, τα αξεπέραστα από τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, ότι δεν μπορεί να είναι η μόνη μορφή ύπαρξης.
Οι άνθρωποι δεν μπορούν γενικά να υψωθούν μόνοι τους σε μια πλήρη και οριστική ηθική καθαρότητα και κανείς δεν μπορεί να διαφύγει το θάνατο.
Αλλά μ’ αυτές τις δύο ελλείψεις ή όρια είναι συνδεδεμένες και άλλες, που φαίνονται στην αδυναμία της φύσης να ικανοποιήσει πλήρως τις ανθρώπινες φιλοδοξίες.
Ένα αίσθημα κενού συνοδεύει πάντα τον άνθρωπο. Όσα κι αν έχει αγαθά, όσο καλή κοινωνική θέση, όσες γνώσεις κι αν κατέχει, μένει πάντα ανικανοποίητος.
Αλλά ακόμη και μέσα στην εμπειρία του κενού, του ορίου, της έλλειψης, συνοδευόμενων από την τάση του άνθρωπου προς την ολοκλήρωσή του, υπάρχει η συνείδηση πως πέρα από αυτό τον κόσμο πρέπει να υπάρχει ένα είδος πραγματικότητας που μπορεί να γεμίσει το κενό, που μέσα της δεν αισθάνεσαι την εμπειρία του ορίου, δεν νοιώθεις ποτέ την έλλειψη.
Έτσι αποδεικνύεται ότι ο κόσμος αυτός δεν αποτελεί την τελική πραγματικότητα, πως δεν είναι το Απόλυτο που μπορεί να εξηγηθεί από μόνο του. Αυτή η πραγματικότητα η υπεράνω της εγκοσμιότητας των ελλείψεων και των ορίων είναι αυτό που ονομάζουμε Θεό.
Η αγιάτρευτη έλλειψη, έλλειψη οντολογική, από την οποία πάσχει αυτός ο κόσμος, που δείχνει ταυτόχρονα την ολοκληρωτική του εξάρτηση, μαζί με την τάση προς την απόλυτη ύπαρξη, είναι τόσο ολική που αυτός ο κόσμος πρέπει να θεωρείται ότι δεν έχει μέσα του το θεμέλιο της ύπαρξής του, αλλά δέχεται την ύπαρξη αποκλειστικά από το θέλημα ενός απόλυτου υποκειμένου.
Με άλλα λόγια, αυτός ο κόσμος φαίνεται δημιουργημένος εκ του μηδενός από το απόλυτο υποκείμενο που έχει την εξουσία γι’ αυτό.
Αν αναγνωρίζαμε στον κόσμο, σε κάποιο μέτρο, ένα δικό του θεμέλιο ύπαρξης θα σήμαινε ότι δεν βλέπουμε πάνω από αυτόν κανένα απόλυτο υποκείμενο, αλλά θεωρούμε την πραγματικότητα αυτού του υποκειμένου ως το ήμισυ μιας δύναμης, επομένως θεωρούμε ότι κι αυτή υποφέρει από αγιάτρευτη έλλειψη.
Σ’ αυτή την περίπτωση η έλλειψη θα ήταν συνδεδεμένη ανεπανόρθωτα με όλες τις υπάρξεις, πράγμα που θα σφράγιζε κάθε ύπαρξη με μια απουσία νοήματος.
Μόνο αν θεωρήσουμε ότι αυτός ο κόσμος λαμβάνει την ύπαρξή του από μια απόλυτη πραγματικότητα, επομένως δεν έχει κανένα θεμέλιο μέσα του, οι ελλείψεις του μπορούν να εξηγηθούν ως προερχόμενες από μια ηθελημένη εξασθένιση του δεσμού με την απόλυτη πραγματικότητα που τον δημιούργησε και που τον συντηρεί.
Ο κόσμος είναι τόσο στενά εξαρτημένος από την υπερβατική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να έχει έλθει στην ύπαρξη παρά ως καθαρό αντικείμενο (pur object), χωρίς καμία πρωτοβουλία της τάξεως του υποκειμένου κατά την έλευσή του στην ύπαρξη, παρ’ όλο που τα ενσυνείδητα όντα του κόσμου από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν δείχνουν την ελευθερία με την οποία είναι προικισμένα από την πράξη της δημιουργίας ή που δυνάμει έχει χαραχτεί μέσα τους.
Στην πράξη της δημιουργίας η υπερβατική πραγματικότητα πρέπει να έχει ένα χαρακτήρα απόλυτου υποκειμένου, που δεν εξαρτάται καθόλου στη δημιουργική του πράξη ούτε από μια ανώτερη πραγματικότητα ούτε από κάποιο πράγμα τούτου του κόσμου, που δίνει στον κόσμο ύπαρξη εκ του μηδενός μ’ ένα τρόπο απόλυτα κυριαρχικό.
Ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει από τη μια μεριά από μόνος του και από την άλλη να είναι το αποτέλεσμα της πράξης μιας ανώτερης πραγματικότητας. Αυτό θα σχετικοποιούσε και την ανώτερη πραγματικότητα, κάνοντάς την να εξαρτάται από μια άλλη ή από τον κόσμο ή από ένα νόμο στον οποίο θα ήταν υποταγμένη. Ο κόσμος δεν μπορεί σε κανένα ποσοστό να είναι απόρροια της υπερβατικής πραγματικότητας. Αυτό δεν θα εξηγούσε τις ελλείψεις του και θα τον καθιστούσε ανίκανο να ελευθερωθεί απ’ αυτές.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός από ένα υπερβατικό απόλυτο υποκείμενο, ολόκληρη η ύπαρξη θα είχε έναν πανθεϊστικό χαρακτήρα, αιώνια σχετικοποιημένο· θα είχε σφραγισθεί με τις ανεπανόρθωτες ελλείψεις και επομένως με την απουσία νοήματος.
Δεν θα υπήρχε ένα απόλυτο υποκείμενο πάνω σε κάθε έλλειψη ικανό να υψώσει και τον κόσμο σε μια κατάσταση τελειότητας, αν ένα τέτοιο υποκείμενο δεν μπορούσε να δημιουργήσει κάτι εκ του μηδενός.
Η δύναμη αυτής της πραγματικότητας θα είχε ένα όριο αφού θα βρισκόταν κλεισμένη στον εαυτό της.
Αν όμως ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από ένα απόλυτο υποκείμενο, αποκλειστικά με το θέλημά του, επομένως όχι εξαναγκασμένο από κάτι άλλο, αυτό το υποκείμενο πρέπει να έχει επιλέξει ελεύθερα ένα αίτιο για τη δημιουργία του κόσμου.
Γιατί διαφορετικά αυτό το υποκείμενο θα είχε οδηγηθεί από μια δύναμη στη δημιουργία του κόσμου, μια εσώτερη τυφλή δύναμη, επομένως δεν θα ήταν κυριολεκτικά υποκείμενο.
Γιατί ανήκει στην ελευθερία να αποφασίσει ανάμεσα στα διαφορετικά αίτια που παρουσιάζονται στη σκέψη. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς τη σκέψη, ή χωρίς το λογικό που σκέπτεται.
Με τη σειρά του το λογικό χωρίς την ελευθερία δεν έχει καμιά «λογικότητα». Αυτό διδάσκει ο χριστιανισμός βεβαιώνοντας ότι ο Πατέρας δημιούργησε τον κόσμο με το ρήμα του ή με το λόγο του.
Αλλά αυτός ο λόγος έχει χαρακτήρα υπόστασης ή προσώπου, που οι Πατέρες ονομάζουν σύμφωνα με τη Γραφή (Φιλιπ. 2, 6) και «Μορφή» του Πατέρα.
Σκέπτονται επομένως ότι μέσα σ’ αυτή την ίδια τη «Μορφή» ο Πατέρας αναγνωρίζει τον εαυτό του γιατί η αυτογνωσία ή η αυτοσυνειδησία ενός προσώπου δεν είναι δυνατή, ακόμη κι όταν πρόκειται για τον Θεό, αν δεν καθρεφτίζεται σ’ ένα άλλο πρόσωπο.
Γι’ αυτό ο Θεός δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε τον κόσμο εκ του μηδενός, χωρίς το ρήμα του ή τον λόγο του, χωρίς να διακριθεί από έναν κόσμο που είναι δυνατόν να δημιουργηθεί με μια αυτογνωσία και ζωή καθ’ εαυτή.
Διαφορετικά ο κόσμος δεν θα ήταν παρά μια ασυνείδητη απόρροια του Θεού.
Αλλά το ρήμα με το οποίο ο Πατέρας δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός είναι ταυτόχρονα ο Υιός του. Και η αιτία για την οποία ο Πατέρας δημιουργεί τον κόσμο είναι η θέληση να απλώσει την πατρική αγάπη του και σε άλλους γιους.
Ο Υιός καλείται ταυτόχρονα Λόγος γιατί δεν υπάρχει αληθινή σοφία στο Θεό που να μην εμπνέεται από την αγάπη και γιατί η λογικότητα που αντανακλάται μέσα στον κόσμο σκοτίζεται και η κατανόηση ανάμεσα στους ανθρώπους ελαττώνεται εκεί που δεν είναι παρούσα η αγάπη.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, δημιουργώντας τον κόσμο εκ του μηδενός με τον Λόγο του, που είναι ο Υιός του, τον δημιουργεί με μια σκέψη που είναι ταυτόχρονα η αγάπη προς αυτόν τον κόσμο.
Έδειξε πιο άμεσα την αγάπη του για τον κόσμο δημιουργώντας τον άνθρωπο. Βέβαια, εφ’ όσον δημιούργησε και έναν κόσμο φυσικό για να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, άπλωσε την αγάπη του και προς αυτόν.
Αλλά δημιουργώντας ειδικά τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα του Υιού του, δεν μπορούσε να μη βάλει την άμεση αγάπη του προς τον άνθρωπο μέσα στην πράξη αυτής της δημιουργίας.
Άλλωστε, ακόμη και μέσα στα λόγια που απευθύνει στο Υιό του εν όψει της δημιουργίας του άνθρωπου: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν» εκδηλώνεται αυτή η αγάπη προς τον Υιό ως σημείο αφετηρίας για τη δημιουργία του άνθρωπου, για τη δημιουργία ενός άλλου αγαπημένου υιού.
Η αγάπη προς τον άνθρωπο συμπεριλαμβάνεται ακόμα και μέσα στην πρόσκληση που απευθύνεται στο Υιό για να δημιουργήσουν μαζί αυτό το ον με αποτυπωμένη πάνω του την εικόνα του που καθρεφτίζεται στον Μονογενή Υιό του.
Μέσα στην αγάπη εκδηλώνεται η πιο θετική δύναμη, η πιο δημιουργική δύναμη του Θεού που μπορεί να κάνει να εξέλθει ακόμη και εκ του μηδενός αυτό που αγαπάει.
Η αγάπη με την οποίαν ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο συνεχίζεται ακόμη, όταν διακηρύττοντας ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος (Γεν. 2, 18), του παρέχει «βοηθό κατ’ αυτόν», δίνοντας ύπαρξη στη γυναίκα όχι εκ του μηδενός αυτή τη φορά, αλλά από την πλευρά του Αδάμ.
Η αγάπη δεν φαίνεται σ’ αυτήν την πράξη εκδηλωμένη μέσα στο διάλογο του Θεού με τον Αδάμ, γιατί αυτό θα τοποθετούσε τη γυναίκα σε κατώτερη θέση ως προς τον Αδάμ ακόμη και σ’ αυτή την πράξη της έλευσής τους στην ύπαρξη.
Ο Θεός την φέρνει κι αυτήν στην ύπαρξη μόνο με την αγάπη που εκδηλώνει συνομιλώντας κατ’ ιδίαν με τον εαυτό του, το ίδιο όπως έκανε και με τον Αδάμ.
Αλλά ο φυσικός δεσμός και ταυτόχρονα η συμπληρωματικότητα μεταξύ του άντρα και της γυναίκας, που είναι προορισμένοι από κοινού να συγκρατήσουν την αγάπη μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτυπώθηκε στη γυναίκα απ’ το Θεό καθώς την έφτιαξε από την πλευρά του Αδάμ που βρισκόταν σε ύπνωση (Γεν. 2, 21).
Η γυναίκα δεν έρχεται στην ύπαρξη με ενσυνείδητη πρωτοβουλία του Αδάμ, όπως ένα αντικείμενο από ένα υποκείμενο.
Η ενότητα που συγκρατεί η αγάπη μεταξύ του άντρα και της γυναίκας έγινε αισθητή από το ανθρώπινο ζευγάρι ως προερχόμενη από το Θεόν, ήδη στην πρώτη στιγμή της ενσυνείδητης ύπαρξής τους ως ζευγαριού ή της εμφάνισης της γυναίκας μπροστά στον Αδάμ και εκφράστηκε από αυτόν με τα λόγια: «ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24).
Αλλά τα ανθρώπινα όντα που δεν ήρθαν στην ύπαρξη με μια αγάπη εκφρασμένη με λόγο ανάμεσα στο Θεό και σ’ αυτά, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη τη στιγμή που ο Θεός κατευθυνόταν στην πράξη της δημιουργίας τους, αλλά με μια αγάπη του Θεού εμπνεόμενη από την προσμονή της ελεύθερης απάντησής τους στην αγάπη του, αποτυπωμένη δυνάμει μέσα τους, δεν απάντησαν στην αγάπη του Θεού με την αγάπη τους αλλά με την ανυπακοή τους, πράγμα που εξασθένησε και την μεταξύ τους αγάπη.
Γι’ αυτό ο Θεός κατέφυγε σε μια αναδημιουργία των ανθρώπων με την οποία έδωσε μια νέα αρχή στην ύπαρξή τους κάνοντας χρήση αυτή τη φορά της διά λόγου αγάπης ανάμεσα σ’ αυτόν και κείνους, αφού τώρα υπήρχαν. Αυτό φέρνει μια ενότητα ανώτερη ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους.
Ο Υιός και το ρήμα του Θεού δεν έμεινε πια τώρα στη θέση εκείνου με τον οποίον ο Θεός δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, αλλά έγινε ο ίδιος άνθρωπος, μένοντας ωστόσο και Υιός του Θεού, ώστε η αγάπη του Πατέρα προς αυτόν να μπορεί να συμπεριλάβει και την αγάπη του προς τον άνθρωπο και ακόμη η αγάπη του Υιού προς τον Πατέρα να συμπεριλαμβάνει και την αγάπη του ανθρώπου προς τον Πατέρα.
Επομένως έθεσε σε ενέργεια πολύ μεγαλύτερη αγάπη προς τον άνθρωπο απ’ ότι στην πρώτη δημιουργία, όπου εκδήλωνε μόνο εξωτερικά τη δημιουργική του δύναμη στον άνθρωπο.
Ο Υιός και το ρήμα του Θεού δεν έμειναν πια εξωτερικά στον άνθρωπο αλλά εσωτερικεύθηκαν μέσα του. Έτσι η ανθρωπότητα δεν θα μπορεί πια να χωριστεί από αυτόν ολοσχερώς στην αιωνιότητα.
Η αξία του άνθρωπου και η αγάπη του Υιού προς την ανθρωπότητα θα μείνει στην αιωνιότητα γιατί ο Υιός του Θεού θα μείνει παντοτινά και άνθρωπος και κάθε φορά που αυτό ή εκείνο το πρόσωπο θα εκπέσει στην επίγεια ζωή του από τον δεσμό αγάπης με Εκείνον, θα μπορεί να επιστρέψει εύκολα σ’ αυτό το δεσμό, χάρη στη φυσική κοινωνία που υπάρχει μεταξύ του κάθε ανθρώπου και του Υιού του Θεού που έγινε άνθρωπος στην αιωνιότητα.
Αυτή η μέγιστη αγάπη, βαλμένη από το Θεό μέσα στην ανάπλαση του ανθρώπου, φάνηκε στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος.
Δημιουργείται τώρα ως άνθρωπος, όχι από μια αγάπη φανερωμένη μόνο από Αυτόν όπως στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, αλλά από μια αγάπη διαλεγόμενη με την θηλυκή ύπαρξη από την οποία θα σχημάτιζε το σώμα του. Δεν δημιουργεί την ανθρωπότητά του από το μηδέν γιατί εκτιμούσε την υπάρχουσα ανθρωπότητα που ήθελε να τη σώσει κρατώντας τη φυσική συνέχεια μαζί της.
Και αυτή η ανθρωπότητα υψώθηκε στην κορφή της αγάπης της γι’ αυτόν μέσα στην Παρθένο που είχε ζήσει προσμένοντας μόνον εκείνον.
Ούτε όμως ήθελε να σχηματίσει το σώμα του αρχίζοντας από μια εμπαθή ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά το σχηματίζει από μια γυναίκα, όχι χωρίς την συνειδητή συναίνεσή της, όπως όταν δημιουργήθηκε το σώμα της Εύας από τον Αδάμ, αλλά με τη συναίνεση της υψωμένη σε κορύφωση αγάπης, που την δείχνει η άσπιλη παρθενία της, παρθενία που την κράτησε και την βάθυνε μέσα από μια ζωή ολοκληρωτικά δοσμένη στο Θεό, οδηγημένη με όλα τα κινήματα της ψυχής της αποκλειστικά προς αυτόν.
Όμως σ’ αύτη τη ζωή της Παρθένου δεν συγκεντρωνόταν μόνο η ενέργειά της αλλά συνοδευόταν και ενισχυόταν από την ενέργεια του «ρήματος».
Η αγάπη της γι’ αυτόν συναντούσε τη δική του αγάπη γι’ αυτήν· αγάπη που στήριζε και θέρμαινε την αγάπη της γι’ αυτόν.
Ο Θεός μπορούσε κι αυτή τη φορά να δημιουργήσει ένα σώμα με μόνη την εξουσία του. Και μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα που επρόκειτο για ένα σώμα δημιουργημένο γι’ αυτόν τον ίδιο.
Αλλά δεν το κάνει, και προτιμάει να θέσει σε ενέργεια τη μέγιστη αγάπη του για τον άνθρωπο και να βοηθήσει αυτήν που θα τον γεννούσε να αυξήσει την αγάπη της γι’ αυτόν γιατί ήθελε να θέσει στην αρχή αυτής της νέας βαθμίδας της ανθρώπινης ύπαρξης την αγάπη, που γίνεται πλήρης όταν φανερώνεται όχι μόνον από μέρους του, αλλά και από μέρους του ανθρώπου.
Γιατί η νέα ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να είναι τέλεια ή να φθάσει στην τελειότητα παρά μόνο αν θεμελιώνεται στην αγάπη.
Αν η αγάπη του Θεού μπόρεσε να δημιουργήσει τον κόσμο εκ του μηδενός, αυτή η αγάπη μπόρεσε να δημιουργήσει τώρα ένα νέο ξεκίνημα της ανθρωπότητας για μια ύπαρξη ολότελα ανώτερη πάνω από τους φυσικούς νόμους.
Να πώς περιγράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας την απαρχή της νέας σχέσης του Υιού του Θεού με την ανθρωπότητα, απαρχή που εγκαινιάζεται με τη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Αλλά το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: Ο Θεός ούτε προειδοποίησε τον Αδάμ ούτε τον έπεισε να του δώσει την πλευρά, από την οποία έπρεπε να δημιουργηθεί η Εύα.
Τον κοίμισε κι έτσι, έχοντάς του αφαιρέσει τις αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήσει στη δημιουργία του νέου Αδάμ δίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη και την παραδοχή της.
Για τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή του Υιό λέγοντας: «ποιήσωμεν άνθρωπον».
Όταν όμως χρειάσθηκε να «εισαγάγη τον πρωτότοκον» -αυτόν τον «θαυμαστό σύμβουλο»– « στην οικουμένη», όπως λέγει ό Παύλος (Εβρ. 1, 6), και να πλάσει τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφαση του αυτή συνεργάτη την Παρθένο…
Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν το έργο όχι μόνο του Πατρός, που «ευδόκησε», και της δυνάμεώς του, που «επεσκίασε», και του Πνεύματος, που «επεδήμησε», αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου».Υπήρξε πάντα τόσο ολοκληρωτικά αφοσιωμένη
στο Θεό, που ο Θεός δεν μπορούσε να μην της απαντήσει δίνοντάς της ό,τι είχε καλύτερο. Προετοιμάστηκε τόσο δυναμικά για να γίνει νύμφη του που δεν μπορούσε να της το αρνηθεί.
«Γιατί, αν η Πανάμωμη τήρησε όλα εκείνα που είχε υποχρέωση να τηρήσει, αν αποδείχθηκε άνθρωπος τόσο ευγνώμων και δεν παρέλειψε τίποτε απ’ όσα του χρωστούσε, πώς είναι δυνατόν να μη φερόταν εξίσου δίκαια και ο Θεός;
Αν η Παρθένος δεν παρέλειψε τίποτε από αυτά που μπορούν να αναδείξουν τη Μητέρα του Θεού και τον αγάπησε με τόσο σφοδρό έρωτα, θα ήταν βέβαια εντελώς απίθανο να μη θεωρήσει ο Θεός υποχρέωσή του να της δώσει ισάξια αμοιβή, να γίνει υιός της».
Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος, και κτίζεται με την φωνήν του κτίσματος ο Δημιουργός».Η πνευματική ένωση με τον Υιό του Θεού μέσα σε όλο της το είναι την κατέστησε ένα είδος νύμφης του.
Αυτή η ένωση μέσα στην αγάπη δημιούργησε μέσα της μια τόσο δυνατή παρουσία του «ρήματος» με το άγιό του πνεύμα και η αγάπη του για την ανθρωπότητα εντάθηκε τόσο πολύ, που άρχισε να σχηματίζεται ως άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν, έλκοντάς την μέσα στην σχηματιζόμενη υπόστασή του σαν ήταν η ίδια της η φύση: ανθρώπινη εικόνα της Θεότητας.
Αλλά ευρισκόμενη σ’ ένα τέτοιο βαθμό αγαπητικός ένωσης με τον Υιό που παίρνει τήν ανθρώπινη φύση του απ’ αυτή -αυτή που τον αγαπά τόσο δυνατά και που με τη σειρά του την αγαπά- δεν μπορεί να εκπέσει από αυτήν την αγάπη που την έκανε να τον προσμένει μένοντας Παρθένος, αλλά ταυτόχρονα και όντας νύμφη, και ακόμη μετά που έγινε μητέρα του.
Η καθαρή και τέλεια αγάπη της γι’ Αυτόν την έκανε να ενώσει μέσα της τη μητρότητα και την παρθενία, πράγμα αδύνατο για τις άλλες γυναίκες.
Η αγάπη της για τον Υιό του Θεού, γεμάτη από την αγάπη του Υιού του Θεού γι’ αυτήν, ενώνει την παρθενία με τη γέννηση, εξηγώντας αυτό το μυστήριο που δεν κατανοείται από μια λογική που της λείπει η αγάπη· αυτή η αγάπη εξηγεί ακόμη το γεγονός ότι μένει πάντα Παρθένος, αν και έγινε Μητέρα και δε σκέφτηκε ποτέ παρά μόνο τον Υιό της.
Γι’ αυτό εικονίζεται πάντα με τον Υιό της στα χέρια ή πλάι του σε στάση προσευχής.
Γι’ αυτό απευθύνουμε σ’ αυτήν περισσότερο απ’ όσο σε όλους τους αγίους, τις προσευχές μας, βέβαιοι ότι η ένωση με το Υιό της, βασισμένη σε μια αγάπη πολύ μεγαλύτερη από την ένωση και την αγάπη ανάμεσα σε κάθε άλλο δημιούργημα και Εκείνον, την κάνει να εισακούεται περισσότερο από κάθε άλλον άγιο ή άγγελο από το Υιό της, όταν προσεύχεται για μας.