Τί εἶν’ αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.
Ψάχναμε πάντα τούς προδότες σ’ ἐκείνους πού φεύγουν καί ζοῦν δίχως Θεό. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἐκεῖνοι πού μένουν καί ζοῦν μέ λίγο Θεό: ἐμεῖς, πού δέν ζήσαμε τήν ἀγάπη του, πού δέν νιώσαμε τήν ἀγωνία του. Ἐμεῖς, πού ἀπ’ αὐτόν τόν Θεό δέν καταλάβαμε τίποτα. Καί δέν τοῦ δώσαμε τίποτα παρά τ’ ἀξιοθρήνητα χριστιανικά μας καθήκοντα. Εἴμαστε ἐμεῖς πού λέμε τό δράμα του στούς άνθρώπους. Θεατές καί κήρυκες στό δράμα του. Πόσο συμμέτοχοι; Κάνουμε πολλά, συντροφεύουμε πολλούς, σπάνια ὅμως βρεθήκαμε μόνοι: ἐμεῖς κι Αὐτός, γιά νά τόν βροῦμε, νά τόν μάθουμε, νά τόν συντρέξουμε. Καθώς τόν βλέπω νά προσεύχεται, τό νιώθω.
Ἕνα αἴτημα ἔχει στήν προσευχή του: ἐμένα. Εἶμαι τό διαρκές αἴτημά του. Ἐγώ στή δική μου ἔχω ὅλα τ’ ἄλλα ἐκτός ἀπό Αὐτόν. Σάν αἷμα στάζει ὁ ἱδρώτας του στόν κῆπο. Ἡ δική μας προσφορά; Μιά χριστιανική ζωή μετρημένη μέ τό σταγονόμετρο τοῦ μετρίου. Στή Γεθσημανή ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ποιά ἦταν, πόσο ἀπόλυτη, πόσο ἐπώδυνη ἦταν ἡ σχέση του μέ μᾶς, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς: ἕνα πικρό ποτήρι. Ἐμεῖς στή δική μας σχέση, στή δική μας ἀγάπη γι’ Αὐτόν δέν ἤπιαμε ποτέ ἕνα τέτοιο ποτήρι. Κι ὅταν κάπου–κάπου μᾶς ρωτάει ἄν μποροῦμε νά πιοῦμε τό ποτήρι του γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀπαντοῦμε εὔκολα «ναί», γιατί τό νοθεύσαμε. Γιά ὅσους πρόδωσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή κοντά του εἶναι εὔκολη κι ἀνώδυνη. Τό πικρό ποτήρι ἕνα ἡδύποτο.
Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος