Δύο ήλιους έβλεπαν στο βουνό τα μάτια των μαθητών: Ο ένας ήταν αυτός που φέρνει το φως της ημέρας, και ο άλλος ασυνήθης και φοβερός.
Ο ένας φαινόταν και σ᾽ αυτούς και τον κόσμο όλο φώτιζε στο στερέωμα. Και ο άλλος σ᾽ αυτούς μόνο άστραφτε, ο οποίος ήταν του Ιησού το πρόσωπο.
Έγινε, λοιπόν, το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και τα ρούχα Του λευκά όπως το φως. Με αυτά έδειξε, ότι από όλο το σώμα Του εκχύθηκε η δόξα Του, και από όλη τη σάρκα Του έλαμψε το φως Του, και από όλα τα μέλη Του εκπορεύονταν οι ακτίνες της θεότητάς Του.
Διότι δεν έλαμψε η σάρκα Του έξωθεν, όπως του Μωυσή ο οποίος απέκτησε με επίκτητο φως ωραιότητα, αλλά από τον ίδιο εκχύθηκε η δόξα Του και μέσα Του έμεινε.
Από τον Ίδιο ανέτειλε το φως Του και μέσα Του ήταν συγκεντρωμένο.
Ούτε σε άλλο μέρος πήγε αφήνοντάς Τον, ούτε ήλθε εκ του πλαγίου άλλο φως και τον κόσμησε, ούτε στολίσθηκε κατά χάριν με επίχριση ξένου φωτός, αλλά έχοντας φυσική στον εαυτό Του λαμπρότητα, είχε αχώριστο και το φως όλης της θεότητας.
Δικό Του ήταν και ούτε ολόκληρη την άβυσσο της δόξας Του τους φανέρωσε, εφόσον τα μάτια τους δεν είχαν τέτοια δυνατότητα. Αλλά τους έδειξε κατά το μέτρο της οπτικής τους δυνάμεως.