Κάποια στιγμή ο Χριστός, πριν πορευθεί προς το πάθος του, θέλησε ν’ ανεβεί στο «όρος». Ο Χριστός συνήθιζε να ανέρχεται εις διάφορα όρη για πνευματική ξεκούραση και καταφυγή στην προσευχή.

Μέσω αυτής της απομακρύνσεως από τον κόσμο εύρισκε κρυφή παρηγοριά κοντά στον πατέρα του, εκμυστηρευόμενος τον πόνο του, αλλά και τις ευχαριστίες του απέναντι στον μέγα δωρητή και ευεργέτη Θεό.

Η προσευχή στοιχειοθετούσε το Α και το Ω του επιγείου βίου του και αυτήν πρότεινε επιτακτικά και στους μαθητές του, προκειμένου να διαφυλαχθούν από τους πειρασμούς. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματ. 26,41).

Έτσι λοιπόν και τώρα ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί και πάλι. Αυτή την αιτιολογία τουλάχιστον μας δίνει ο Λουκάς· «ἀνέβη εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι» (Λουκ. 9,29).

Απλά μας κινεί την περιέργεια αλλά και το ενδιαφέρον μία του εμφανής κίνηση. Η συμπόρευση μαζί του τριών μαθητών· του Πέτρου, του Ιωάννη και του Ιακώβου. Άλλες φορές βάδιζε μόνος του, για να προσευχηθεί· το επεδίωκε.

Τώρα όμως κάτι επιπλέον είχε στην σκέψη του ο Χριστός και αυτό το επιπλέον ήθελε να το γνωστοποιήσει, αλλά μόνο στους συγκεκριμένους τρεις μαθητές του. «Κατ’ ἰδίαν». Αυτή όμως την επιπρόσθετη εμπιστοσύνη στους εν λόγω μαθητές, την επέδειξε και άλλες φορές.

Στο σπίτι του αρχισυναγώγου Ιαείρου, προκειμένου να θεραπεύσει την θυγατέρα του (Μαρ. 5,37), στην οικία του Σίμωνος προκειμένου να γιατρέψει την πεθερά αυτού (Μαρ. 1,29) και στον κήπο της Γεθσημανή πάλι τους πήρε μαζί του, απλά κάποια στιγμή τους πρόσταξε «μείνατε ὧδε» και αυτός «προελθών μικρόν ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος» (Ματ. 26,39).

Ήταν οι πρόκριτοι των μαθητών και με αυτούς μοιραζόταν σπουδαίες στιγμές της ζωής του.

Την προτίμηση του Χριστού στους εν λόγω μαθητές, την ερμήνευσαν οι Πατέρες ποικιλοτρόπως. Ίσως όμως ο άγιος Πρόκλος, αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, δίνει μία εξήγηση διακριτική…

Αν θα έπαιρνε ο Χριστός όλους τους μαθητές στο Θαβώρ, θα έπαιρνε και τον Ιούδα, αλλά αυτό δεν το ήθελε για ευνόητους λόγους. Όμως δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει μόνο του. Τον συμπονούσε… Γι’ αυτό τον άφησε μεν, αλλά συντροφιά με τους υπόλοιπους μαθητές.

Έτσι λοιπόν μόλις έφθασαν στην συγκεκριμένη τοποθεσία του όρους, ο Χριστός «γονάτισε» στην προσευχή, όπως συνήθιζε, αλλά εκείνη την ώρα άλλαξε μορφή λάμποντας το πρόσωπό του ως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά ως το φως.

Έτσι και σε εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, «ἐν τῷ προσεύχεσθαι» επιτελείται μία μικρή μεταμόρφωση, που την βλέπει μόνο ο Θεός. Στην περίπτωση του Χριστού, το εν λόγω φως το είχε συνοδευτικό σ’ όλη του την επίγειο ζωή, απλά αυτή τη στιγμή το φανέρωσε στους μαθητές του, ώστε να γευθούν οι ίδιοι την θεότητα του διδασκάλου τους.

Ο Χρυσόστομος σημειώνει· «έδειξε στους μαθητές τη θεία δόξα της αθέατης θεϊκής βασιλείας του, όχι όση ήταν, αλλά όσο μπορούσαν να αντέξουν αυτοί που είχαν σωματικά μάτια». Καθώς ηδύναντο…

Όμως κάτι ανάλογο συνέβη παλιότερα με τον Μωυσή. Μετά από κάθαρση 40 ημερών στην έρημο, είδε αμυδρά τον Θεό πάνω στο όρος Σινά. Ο δε Ηλίας αργότερα αντίκρισε τον ίδιο Θεό, μέσα στην λεπτή αύρα. Γιατί όποιος αντικρύσει τον Θεό στην πλήρη του δόξα, «κατάματα», … πεθαίνει.

Ας σταθούμε για λίγο στην έννοια του φωτός.

Τι είναι φως; «Καί εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν» (Γεν. 1,3). Αλλά και ο Πλούταρχος τα ίδια αναφέρει· «Το φως είναι το πλουσιότερο, ωραιότερο, σπουδαιότερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Πηγή δε φωτός ο ήλιος. Πρέπει να είμεθα ευτυχείς, διότι ζούμε, υγιαίνουμε και τον ήλιο βλέπουμε».

Όταν όμως το υλικό φως είναι τόσο πολύτιμο, πόσο πιο πολύτιμο είναι ένα άλλο φως; «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ιω. 8,12). Ο ίδιος ο Χριστός, ο μεταμορφωθείς, τόνιζε την ιδιότητά του δημόσια, πολύ πριν την ανάβαση στο Θαβώρ. Αλλά και μετέπειτα διακηρύσσεται στην Α΄ Ιω. 1,5 «ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστίν» και ότι η χριστιανική διδασκαλία είναι «τό φῶς τό ἀληθινόν».

Όμως ο ίδιος ο Χριστός απεκάλεσε και τους μαθητές του φως του κόσμου. «Ὑμεῖς ἐστέ τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματ. 5,14).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω το φως είναι ο υπηρέτης του αγαθού και «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα αὐτοῦ, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ιω. 3,21). Αλλά το φως είναι ο εχθρός του κακού και «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῆ τά ἔργα αὐτοῦ».

Ένα από τα θέματα που συζητούσαν μαζί με τον Χριστό οι δύο φωστήρες Μωυσής και Ηλίας, δίνοντας το παρόν κατά την ώρα της μεταμόρφωσης, ήταν και ο επικείμενος θάνατος του Χριστού, από αυτούς που τον μισούν. Από αυτούς που μισούν το φως.

Όμως ας επικεντρωθούμε στο καθ’ εαυτό γεγονός της Μεταμορφώσεως.

Ένα γεγονός που επιτελέσθη επισήμως με τιμώμενα πρόσωπα ουράνιους επισκέπτες. Όπως και στην βάπτιση του Χριστού, έχουμε και πάλι την εμφάνιση της Αγίας Τριάδος. Του Πατέρα που μιλά και ονομάζει τον Κύριο υιό του αγαπητό, του θεανθρώπου Ιησού που βρίσκεται στο κέντρο όλης της σκηνής και του Αγίου Πνεύματος που παρουσιάζεται ως φωτεινή νεφέλη.

Επίσημη και πάλι η δήλωση δια στόματος Θεού πατρός «οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Προσέξτε καλά· αυτόν που αμφισβητείτε είναι ο γιός μου και πρέπει να τον υπακούτε, γιατί αλλιώς…

Εκτός από τους κορυφαίους αυτούς επισκέπτες όμως, ήταν προσκεκλημένοι και έτεροι δύο. Δύο προφήτες οι οποίοι συνομιλούσαν με τον Χριστό. Δύο προφήτες που είχαν αναφερθεί στον Χριστό ποικιλοτρόπως, πριν ο ίδιος ο Θεός πατέρας αναγγείλει τα πρότερα λόγια.

Χάρηκαν λοιπόν οι δύο προφήτες προπάντων, γιατί αντίκρισαν την ανθρώπινη υπόσταση που δεν γνώριζαν. Όμως χάρηκαν επίσης, γιατί ο Χριστός είναι νομοθέτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ως εκ τούτου αποδέχεται και τον νομοθέτη Μωυσή και τον προφήτη Ηλία.

Με λίγα λόγια πήραν επίσημη έγκριση, αποστομώνοντας τους αμφισβητούντες αυτούς. Όπως και ο Χριστός φάνηκε ότι δεν είναι ο Μωυσής ούτε ο Ηλίας, όπως νόμιζαν κάποιοι, αλλά ούτε και αντίθετός τους και εχθρός τους, αφού και αυτοί έρχονται και τον τιμούν και τον δείχνουν μαζί με τον Πρόδρομο ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας.

Παράλληλα όμως δήλωσε ο Χριστός επίσημα, ότι έχει εξουσία και στον θάνατο και στην ζωή. Γι’ αυτό προσκαλεί εμφανίζοντάς τον, τον νεκρό Μωυσή, αλλά και τον Ηλία που παραμένει ζων. Έτσι λοιπόν η ως άνω σύσκεψη, διαμειβόνταν σε επίπεδο ανωτάτων αρχόντων.

Οι μαθητές όμως παρέμειναν θεατές και ακροατές.

Παρ’ όλα αυτά χάρηκαν ιδιαιτέρως γι’ αυτήν την σύσκεψη και ο Πέτρος παρασυρόμενος από την χαρά του και απευθυνόμενος στον Κύριο, είπε· «Κύριε καλόν ἐστίν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Κύριε είναι ευχάριστο πράγμα να μείνουμε όλοι εδώ παρέα με σένα και τους προφήτες, και για εσάς ειδικά θα κάνουμε τρεις σκηνές για να διαμείνετε.

Εδώ επεμβαίνει ο Ζιγαβηνός και εξηγεί ότι το έκανε αυτό ο Πέτρος γιατί αγαπούσε τον Κύριο και επειδή είχε ακούσει την συνομιλία περί του πάθους του με τους προφήτες, ήθελε να τον διαφυλάξει εδώ στο μέρος αυτό που δεν κινδύνευε. Γιατί είχε τους πολύτιμους υπασπιστές του, τον Μωυσή και Ηλία, σαν σωματοφύλακες και προπάντων δεν γνώριζαν οι εχθροί την παρουσία του εδώ ψηλά.

Όμως οι ουράνιοι επισκέπτες δεν έρχονται στην γη για να μείνουν μόνιμα σ’ αυτήν. Το πολίτευμα αυτών εν ουρανοίς υπάρχει. Όπως και όσοι ανέβηκαν, αλλά και συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν στο «Θαβώρ», δεν πρέπει να παραμένουν εκεί.

Τους περιμένει εναγωνίως ο κάμπος της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένας κάμπος άνυδρος, που χρειάζεται υδροδότηση. Ένας κάμπος χέρσος, που έχει ανάγκη από καλλιέργεια. Ένας κάμπος σκοτεινός, που ζητάει φως. Φωτισμό που μπορεί να δώσει μόνο το φως του Χριστού.

Αυτό που φανέρωσε ψηλά στο Θαβώρ για να το δουν όλοι, αλλά όσο μπορέσει ο καθένας. «Καθώς ηδύναντο».

Αλλά για να μπορέσει η μεταμόρφωση να αποτελέσει γεγονός στον κάθε άνθρωπο, πρέπει να προηγηθεί το ξεχέρσωμα από κάθε κακή επιθυμία και πάθος, να καταπνιγεί κάθε πονηρός λογισμός και να ακολουθήσει ανάλογος στολισμός της ψυχής με ουρανοδρόμες αρετές.

Γιατί στην «πανύψηλη» κορυφή του Θαβώρ, μπορούν να αναρριχηθούν μόνο οι καθαροί τῇ καρδίᾳ.

Οι άλλοι θα γέρνουν πάνω στη γη και θα αναστατώνονται, «βεβαρυμένοι ὕπνῳ» μη κατορθώνοντας να απολαύσουν την δόξα του Κυρίου όπως κατόρθωσε η Μαρία η Μαγδαληνή να την δει, βλέποντας τον αναστημένο Χριστό.

Οι άλλοι θα τυφλώνονται λόγω εκθαμβωτικής λάμψης, όπως τυφλώθηκε ο Σαύλος, ώσπου να γίνει Παύλος. Ώσπου να καθαρισθεί.

Έτσι το Θαβώρ αποτελεί τον ενωτικό κρίκο ουρανού και γης. Αποτελεί το μέγα ορμητήριο της ακολουθούσης θυσίας. Ανεβαίνουμε με καθαρή καρδιά, φωτιζόμαστε, αλλάζουμε «όψη», αποκτούμε θωράκιση πνευματική και έτσι πλήρως εξοπλισμένοι κατεβαίνουμε στο πεδίο μάχης και ριχνόμαστε στον αγώνα «μέχρις ἐσχάτων».

Εδώ πάνω στην γη. Εδώ που μας έθεσε ο Θεός, για να έχουμε δικαίωμα μετέπειτα να ανεβούμε μέχρι εβδόμου ουρανού.

Έτσι μόνο θα αντιληφθούμε τα λόγια του φωτισμένου Παύλου «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι». Διαφορετικά θα απομείνουμε στην αφελή ερώτηση του σκοτισμένου Σαύλου· «ποιος εἶσαι Κύριε;».

Ο Κύριος όμως είναι πλέον πασίγνωστος ανά την υφήλιο και δεν δικαιολογείται κανείς, προτάσσοντας μία έντεχνη και πονηρή άγνοια.

Έτσι λοιπόν, όσοι εκλεκτοί ας αναβούν στο Θαβώρ. Γιατί, Θαβώρ –κατά ερμηνεία αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου– σημαίνει εκλεκτός!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ