Ο παράλυτος, για τον οποίο μας μιλάει η σημερινή ευαγγελική περικοπή, ελπίζει στο Θεό.
Και περιμένει το θαύμα της θεραπείας του, για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, κατάκοιτος πάνω στο κρεβάτι του πόνου και της εγκατάλειψης, κοντά στη θαυματουργό κολυμβήθρα στα Ιεροσόλυμα. Αγωνιωδώς περιμένει να έρθει και γι’ αυτόν η χαρμόσυνη ώρα της θεραπείας και της απαλλαγής του από την μακροχρόνια ακινησία και καθήλωση στο κρεβάτι του πόνου.
Δοκιμάζει όμως αμέτρητες απογοητεύσεις. Ενώ «ἂγγελος κατά καιρόν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καί ἐτάρασσε τό ὓδωρ, (και κάθε φορά) ὁ πρῶτος ἐμβάς μετά τήν ταραχήν τοῦ ὓδατος ὑγιής ἐγίνετο», αυτός έμενε με το παράπονο ότι «ἂλλος πρό αὐτοῦ καταβαίνει» και θεραπεύεται.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι αυτός εξακολουθούσε να περιμένει ξανά και ξανά, με νέα προσδοκία και ανανέωση της ελπίδας του για άλλη ευκαιρία να θεραπευθεί.
Ήταν εν μέρει ζήτημα προτεραιότητας αλλά και συμπαράστασης. Διότι ένας άρρωστος θεραπευόταν «μετά τήν ταραχήν τοῦ ὓδατος» της κολυμβήθρας από τον άγγελο. Μόνον «ὁ πρῶτος ἐμβάς».
Οι υπόλοιποι ασθενείς ήταν ευκίνητοι, διότι δεν ήταν παράλυτοι ή είχαν κάποιον άλλο άνθρωπο που τους βοηθούσε και ήταν επόμενο να προπορεύονται αυτού και να επωφελούνται της θαυματουργού κολυμβήθρας, χωρίς ποτέ αυτός να μπορεί να έχει την προτεραιότητα και την θεραπεία.
Ήρθε όμως και η ώρα της δικής του θαυματουργικής θεραπείας. Ήρθε ο ίδιος ο Θεός σ’ αυτόν, ως άνθρωπος, «ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» για να δικαιώσει την ελπίδα και την μακροχρόνια υπομονή του. Και να!
Έχει μπροστά του τον Χριστό. Και χωρίς να γνωρίζει σε ποιον μιλάει, εκφράζει το παράπονο και το άλυτο πρόβλημά του, «Κύριε, ἂνθρωπον οὐκ ἒχω» να με βοηθήσει.
Αν είχα ένα άνθρωπο να με βάλει πρώτο στη κολυμβήθρα, δεν θα ήμουν για τόσα χρόνια σ’ αυτή την θέση και θα λάμβανα κι εγώ τη δωρεά του Θεού, θα γινόταν και για μένα το θαύμα της θεραπείας μου.