Παρακλητικός Κανών εις τον Αγιον Ανδρέα τον Πρωτόκλητο.

Ού η ακροστιχίς.
«Δέξαι δέησιν Ανδρέα Αντωνίου Μοναχού»

Τροπάριον ήχος δ’ προς το, Τη Θεοτόκω…
Του Πρωτοκλήτου τω ναώ νύν προσδράμωμεν, οι εν ταις νόσοις και δεινοίς κατεχόμενοι, από βαθέων κράζοντες καρδίας αυτώ˙ ένδοξε Πρωτόκλητε, ώ Ανδρέα Θεόπτα, πρόφθασον και ίασαι, νοσημάτων παντοίων, και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, τους τη ση σκέπη θερμώς καταφεύγοντας.

 
Δόξα το αυτό και νύν. Τη Θεοτόκω εκτενώς…
Ο Ν’. είτα ο κανών˙
ωδή α’. ήχος πλ. δ’.
Υγράν διοδεύσας ωσεί.

Δεσμείν τε και λύειν παρά Χριστού, λαβών εξουσίαν, αμαρτίας με του δεσμού, λύσον ώ Ανδρέα Θεηγόρε˙ και γαρ αυτή μοι, την νόσον επήνεγκεν.
 
Εν νόσοις και πόνοις παντοδαποίς, τρυχόμενος μάκαρ, εκ καρδίας σε δυσωπώ, τούτων παρασχείν μοι την ταχείαν, απαλλαγήν και τελείαν υγείωσιν.
 
Ξενωθείς αφρόνως της εντολής, Θεού παρεδόθην, τη δικαία αυτού οργή˙ όν περ εκδυσώπει ώ Ανδρέα, ιλεώ όμματι μάκαρ προσβλέψαι με.
 
Θεοτοκίον.
Απόρθητον τείχος και αρραγές, γενού μοι Παρθένε, καταφεύγοντι ευλαβώς, τη σκέπη σου κόρη Θεομήτορ, πλήν σου γαρ άλλην, ελπίδα ού κέκτημαι.

 
Ωδή γ’. Ουρανίας αψίδος.
Ικεσίαις Ανδρέα, συ δραστικαίς Άγιε, τους εν τω ναώ σου φοιτώντας, και αιτουμένους σε, πάντας εξάρπασον, εκ συμφορών και κινδύνων, πάσης περιστάσεως, ψυχής και σώματος.

 
Δεομένους εκ πόθου, και εκ θερμής πίστεως, τους κατακειμένους εν κλίνη δεινού νοσήματος, ροπή ανάστησον, της ισχυράς σου πρεσβείας˙ έχεις γαρ ιαμάτων πλούτον αδάπανον.
 
Εν νυκτί και ημέρα, πόνοις πολλοίς τρύχομαι, τοις εκ νοσημάτων, παντοίων, κατακεντούμενος˙ διο τη σκέπη σου, νύν καταφεύγω Ανδρέα˙ μη δη ούν παρίδης με, μύστα Πρωτόκλητε.
 
Θεοτοκίον.
Τη τεκούσα Σωτήρα, και λυτρωτήν Άχραντε, τον τας βροτών ασθενείας πάσας ιώμενον˙ όν αγνή πάναγνε, συ ακραιφνώς μιμουμένη, νόσω με κρατούμενον, ίασαι Δέσποινα.

 
Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου ώ Ανδρέα˙ ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, ως έτοιμον ρύστην και πολιούχον.
 
Και νύν… Επίβλεψον εν ευμενεία… και ή αίτησις˙
είτα το παρόν˙ προς το Πρεσβεία θερμή.
Προστάτης Πατρών, φρουρός ο ασφαλέστατος, απαύστως φρουρείν μη διαλύσης ένδοξε, Ανδρέα Πρωτόκλητε, τους σε θερμώς καθικετεύοντας˙ άλλ’ εκ κινδύνων λύτρωσε τη σην, ήνπερ εξόχως ποίμνην πεπίστευσαι.

 
Ωδή δ’. Εισακήκοα Κύριε.
Συνεχόμενον θλίψεσι, και στενοχωρούμενον νόσω σώματος, ελευθέρωσόν με δέομαι, θεία σου εντεύξει ώ Πρωτόκλητε.

 
Ικετεύω σε ένδοξε, σάλω και βυθώ δεινών περιστάσεων, μη παρίδης ποντούμενον˙ άλλ’ ανάγαγέ με, σαις δεήσεσιν.
 
Νοσημάτων απάλλαξον, τους εν τω ναώ σου θερμώς προστρέχοντας και προστάτην σε θερμότατον, επικαλουμένους Παναοίδιμε.
 
Θεοτοκίον.
Ανακαίνισον Άχραντε, πεπαλαιωμένον με δεινοίς πταίσμασιν, η τον καινουργόν κυήσασα, αρεταίς ενθέοις βελτιώσασα.

 
Ωδή ε’. Φώτισον ημάς.
Νέμοις μοι ροπήν, σου της θείας αντιλήψεως, και καταψύξαις την καρδίαν μου, φλογιζομένην, και πυρέσσουσαν Απόστολε.

 
Δώρον ειληφώς, των ιάσεων το δώρημα, δώρησαι ιάσεως χρήζον της καχεξίας την κατάπαυσιν βραβεύων μοι.
 
Ρύσαι πειρασμών, χριστομίμητε Πρωτόκλητε, κινδύνων και ποικίλων θλίψεων, επερχομένων, αδοκήτως τοις ικέταις σου.
 
Θεοτοκίον.
Έχουσα αγνή, ευσπλαγχνίας μέγα πέλαγος, νύν μοι κινδυνεύοντι Πανάμωμε, επικάμφθητι, δια σπλάγχνα σης χρηστότητος.

 
Ωδή στ΄. Την δέησιν εκχεώ.
Ακέστορα σε πλουτούμεν Άγιε, και θερμόν εν περιστάσεσι πρέσβυν, ρύστην φρουρόν και προστάτην Ανδρέα, ως εις κοινόν ιατρείον προσφεύγομεν. Θεράπευσον ούν συμπαθώς, τας ημών ασθενείας και μάστιγας.

 
Ακούσας μου της ευχής Απόστολε, επιτάχυνον οικτείραί με μάκαρ˙ ιδού γαρ νύν η ζωή μου εκλείπει, ως εις αέρα καπνός σκεδαννύμενος˙ άλλ’ εύροιμί σε αρωγόν, χριστομίμητον οία περ πέλοντα.
 
Νηχόμενος τοις του βίου κύμασι, περιπίπτω καθ’ εκάστην ανάγκαις, ταις την ψυχήν και το σώμα στροβούσαις˙ ως δ’ εις γαλήνιον όρμον Πρωτόκλητε, τον σον ναόν προσπεφευγώς, διασώζομαι πρεσβείαις σου.

Θεοτοκίον.
Το μέγιστον των πιστών προσφύγιον, το κοινόν των ασθενών ιατρείον, χριστιανών την στερράν προσδοκίαν, των δεομένων την θείαν αντίληψιν˙ την Δέσποιναν του ουρανού˙ και της γης δυσωπήσαι οικτείραί με.

 
Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου ώ Ανδρέα ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν, ως έτοιμον ρύστην και πολιούχον.
 
Και νύν Άχραντε…
Είτα Κοντάκιον προς το Προστασία των Χριστιανών.
Πρασπίζειν της ποίμνης της σης Παμμακάριστε, και πρεσβεύειν απαύστως Χριστώ και Δεσπότη σου, μη αποκάμης εκτενώς δεόμενος αυτού˙ αλλά πρόφθασον ως μιμητής των σταυρικών αυτού παθών, υπέρ των δεομένων σου˙ κόπασον πειρασμούς τε και λύσον τας περιστάσεις, των προστρεχόντων σοι θερμώς Ανδρέα Πρωτόκητε.

Προκείμενον. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών.
Στίχ. Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού.
Ευαγγέλιον, το εις την μνήμην αυτού.
Εκ του κατά Ματθαίον (δ’ 18- 23)


Τω καιρώ εκείνω, περιπατών ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, Σιμωνα τον λεγόμενον Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν, (ήσαν γαρ αλιείς) και λέγει αυτοίς˙ Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου, και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά του Ζεβεδαίου του πατρός αυτών, καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ. Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το Ευαγγέλιον της βασιλείας, και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ.

Δόξα, ταις του Πρωτοκλήτου… και νύν… ταις της Θεοτόκου…
Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Ανδρέα Πρωτόκλητε, του Κορυφαίου ομαίμων, Αποστόλων καύχημα, Μαθητών προβάθμιε, αγλαότιμε, απαρχή αγία, του Ευαγγελίου, του Κυρίου εχρημάτισας. Ως ούν γινώσκοντες, έξοχον πρεσβείαν πλουτούντά σε, σοι πάντες καταφεύγομεν˙ και νύν εκτενώς σου δεόμεθα, ίασαι τας νόσους, τους πόνους και τας μάστιγας ημών, και ρύσαι πάσης κακώσεως, ποίμνην την τιμώσάν σε.

 
Ωδή ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας.
Ως ποτέ της χρονίας, ασθενείας ερρύσω μάκαρ τον Σώσιον, αφή χειρός σου μόνη ούτω της νύν τηκούσης, καμέ νόσου απάλλαξον, σου αοράτω θερμή Ανδρέα επισκέψει.

 
Νεκρόν ως εξεγείρω, επικαμφθείς, Ανδρέα μητρός τοις δάκρυσι, καμέ νύν ημιθνήτα, βραχύ τι κεκτημένον, ζωής λείψανον έγειρον, ως ακραιφνής μαθητής, του τους νεκρούς ζωούντος.
 
Νόσων παντοίων και κινδύνων, Ιατρός φανείς, Ανδρέα τρισμάκαρ˙ της ψυχής μου διο, θεράπευσον την νόσον, και ευρωστίαν δώρησαι, ταις ενθέοις σου πρεσβείαις.
 
Θεοτοκίον.
Ουρανών πλατυτέρα, ανεδείχθης Παρθένε Χριστόν κυήσασα˙ στενούμενον ούν νόσοις, και θλίψεσι παντοίαις, πρεσβειών σου ευρύτητι κατάστησόν με αγνή, εις υγείας πλάτος.

Ωδή η’. Τον Βασιλέα των Ουρανών.
Υπό την σκέπην των πρεσβειών σου Ανδρέα, προσδραμών δέομαί σου, ρυσθήναι των περιστοιχούντων, δεινών με ανενδότως.

 
Μετανοείν με, από ψυχής και καρδίας, εξαιτώ επαμύναι Ανδρέα, ταίς πανευπροσδέκτοις προς Κύριον λιταίς σου.
 
Οδυνωμένω, υπό μακράς ασθενείας, ιατρός πρόστηθί μοι Ανδρέα, ως απορουμένων και ορφανών προστάτης.
 
Θεοτοκίον.
Νενεκρωμένον, των προσβολών ταίς ακίσι, δυσωπώ ζωώσαί με Παρθένε, τον Ζωοδότην Χριστόν αποτεκούσα.

 
Ωδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
Αυγαίς ταις της Τριάδος, λάμπρυνον Ανδρέα, τα της ψυχής και καρδίας μου όμματα, ίνα σε πόθω γεραίρω, ενθέοις άσμασιν.

 
Χριστομιμήτως μάκαρ, τας ανυψωθείσας επί σταυρού πριν παλάμας σου έπαρον, προς τον Σωτήρα πρεσβεύων, υπέρ της ποίμνης σου.
 
Οχύρωμα και σθένος, σκέπη τε και φύλαξ, γενού Ανδρέα και τείχος απόρθητον, τοις καταφεύγουσι πίστει, τη θεία σκέπη σου.

Θεοτοκίον.
Υπέραγνε Παρθένε, συν τω Πρωτοκλήτω, τον σον Υιόν εισαεί καθικέτευε, όπως ρυσθείημεν πάντες, φρικτής κολάσεως.

Αξιον εστί….
Μεγαλυνάρια.
Δεύτε τον Πρωτόκλητον μαθητήν, εν ύμνοις ασμάτων, ευφημήσωμεν οι πιστοί, τον του Αιγεάτου, το θράσος καθελόντα, και του Χριστού το πάθος, εκμιμησάμενον.

 
Δεύτε τον Πρωτόκλητον μαθητήν, και των Αποστόλων, τον προβάθμιον αγωγόν, τον της Αχαΐας και των Πατρών προστάτην, Ανδρέαν τιμήσωμεν.
 
Χαίροις ο Πρωτόκλητος μαθητής, χαίροις σωφροσύνης, και ανδρείας στήλη λαμπρά˙ χαίροις ο του πάθους, κοινωνός του Κυρίου,
Απόστολε Θεόπτα Ανδρέα πάντιμε.
 
Χαίροις των Πατέρων μέγας φρουρός, πρόμαχος και ρύστης, πολιούχος και βοηθός˙ χαίροις της σης ποίμνης, υπερμαχών απαύστως, και περισκέπων ταύτην, Ανδρέα ένδοξε.
 
Σκέπε, φρούρει, φύλαττε εκ δεινών, τους εν τω ναώ σου, ανυμνούντάς σε ευλαβώς˙ και ρύσαι κινδύνων και πάσης άλλης βλάβης, την σε τιμώσαν ποίμνην, Ανδρέα ένδοξε.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί…
Είτα το τρισάγιον και το απολυτίκιον.
Απόστολε Άγιε Ανδρέα, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ ίνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς ημών.

 
Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Πάντων Αποστόλων και μυστών, ένδοξε Πρωτόκλητε μύστα, τους προσκυνούντας θερμώς, την σεπτήν εικόνα σου, βλάβης εξάρπασον, ορατών αοράτων τε, εχθρών και παντοίων νόσων, ελευθέρωσον ψυχής και σώματος˙ ίνα ευχαρίστοις εν ύμνοις, ως παντοδαπόν ευεργέτην, και θερμόν προστάτην σε γεραίρωμεν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ