Γλυκό μοναστηράκι μου,όταν σε βάζει ο νους μου,
γονείς,αδέρφια λησμονώ και όλους τους δικούς μου.
Όταν φυσάει ο ζέφυρος τα υψηλά σου μέρη,
χαίρε,ευφραίνου έρημος,των μοναστών λημέρι.
Φεύγω,μανούλα μου γλυκιά,και πάω να μονάσω,
δώσε μου την ευχούλα σου,τους κόπους μου μη χάσω.
Δε φεύγω κλαίων από δώ,εις την μονήν να μείνω,
για την Αγάπη Σου,Χριστέ,τον κόσμο τον αφήνω.
Γλυκιά που είναι η έρημος και θα την αποκτήσω
εκεί που ζουν οι μοναχοί θα πάω να κατοικήσω.
Μη λες πώς δε σε αγαπώ,μανούλα που θα φύγω,
ήτανε θέλημα Θεού καλόγερος να γίνω.
Σου το λεγα απο καιρό,μανούλα,πως θα φύγω,
σε μοναστήρι θα κλειστώ,και μοναχός θα γίνω.
Τρέχω και πάω για να βρω τη θύρα ανοιγμένη,
μήπως νυστάξω ο φτωχός και την εβρώ κλεισμένη.
Φεύγω,μανούλα μου γλυκιά,το ξέρω πως θα κλάψεις,
μα πάντα θα προσεύχομαι τον πόνο σου να θάψεις.
Να ρίξει βάλσαμο ο Θεός εις την φτωχή καρδιά σου
που δε χαρίζει στο Θεό ένα απο τα παιδιά σου.
Φεύγω,μανούλα μου γλυκιά,και δος μου την ευχή σου
και πες πως δε με γέννησες,δεν είμαι πια παιδί σου.
Παιδί μου σε μεγάλωσα σαν άνθο στην αυλή μου,
τώρα που πας για μοναχός,να πας με την ευχή μου.
Μονάχα πρόσεχε καλά,το Σχήμα μη λερώσεις
γιατί μ’αυτό θανάσιμα εμένα θα πληγώσεις.