Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και ο Ανδρέας Λόντος υψώνουν επαναστατική σημαία.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 βρήκε την Πάτρα, (Παλαιαί Πάτραι, την εποχή εκείνη), πρωτεύουσα της Αχαΐας, με ιδιαίτερη μητρόπολη, να είναι μια αναπτυγμένη πόλη με αξιόλογο εμπορικό λιμένα με κατ΄εξοχή ελληνικό πληθυσμό, Επτανήσιους, λιγότερο Τούρκους και ελάχιστους Αλβανούς, αποτελώντας και έδρα προξενείων του Μωριά όπως της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.

Το 1821, καθώς πλησίαζε η 25η Μαρτίου, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας θα άρχιζε η επανάσταση, άρχισαν σταδιακά διάφορα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Λίγες μέρες πριν την 25 Μαρτίου, στις 22 Μαρτίου, έγινε ένοπλη εξέγερση και άρχισε η πολιορκία του κάστρου της πόλης, το οποίο ήταν και ένας από τους σημαντικότερους στρατηγικούς στόχους των επαναστατών. Λόγω κακής οργάνωσης, έλλειψης πειθαρχίας και οπλισμού, αλλά και λόγω της συνεργασίας του Άγγλου προξένου με τους Τούρκους, δεν έγινε δυνατό να κυριευθεί το κάστρο παρά μόνο στο τέλος της Επανάστασης.

Η πόλη γνώρισε μεγάλη καταστροφή από τις αλλεπάλληλες μάχες.

Ιστορικό της εξέγερσης

Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου, γίνονταν επαναστατικές προετοιμασίες αρκετούς μήνες πριν την επίσημη κήρυξη της Επανάστασης. Στην Πάτρα από τον Φεβρουάριο του 1821 οι πατρινοί είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τους φόρους και άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη ένοπλοι. Για την ολιγοήμερη και ώριμη φάση της εξέγερσης ελάχιστα αναφέρουν οι Έλληνες ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι. Ακόμη και ο αυτόπτης Παλαιών Πατρών Γερμανός δίνει μόνο το περίγραμμα των γεγονότων στα ενθυμήματά του.

Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στα Καλάβρυτα που γενικεύτηκε στις 21 Μαρτίου του 1821 με την κατάληψη της πόλης, άρχισε να εκδηλώνεται ένας έντονος αναβρασμός στην πόλη της Πάτρας με απειλές κατά των Ελλήνων. Στις 22 Μαρτίου, κατ΄ άλλους στις 23, Τούρκοι εξαγριωμένοι αφού μετέφεραν την προηγουμένη τις οικογένειές τους στο κάστρο της πόλης και ενισχυόμενοι από 150 ομοεθνείς τους από το φρούριο του Ρίου, σκότωσαν έναν ρακοπώλη. Μετά ξεχύθηκαν στην πόλη και πυρπόλησαν την οικία του προεστού Ι. Παπαδιαμαντοπούλου βάζοντας φωτιά και στα γύρω οικήματα και τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα τα κανόνια του κάστρου άρχισαν να βάλουν κατά του μητροπολιτικού ναού και άλλων σημείων της Άνω πόλης με αποτέλεσμα ν΄ ακολουθήσει ένα χάος.

Τότε βρίσκονταν στην Πάτρα πολλοί Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Φιλικοί. Αυτοί βλέποντες τις φλόγες και τους πυροβολισμούς οπλίστηκαν και οχυρώθηκαν σε διάφορα μέρη. Μερικοί, μαζί με Πατρινούς, προχώρησαν προς την περιοχή Τάσι όπου συνήθως μαζεύονταν Τούρκοι. Εκεί συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και σκοτώθηκε ο Κεφαλλονίτης Βασίλης Ορκουλάτος. Από εκεί αποσύρθηκαν προς την ενορία του Αγ. Γεωργίου.

Από το βράδυ της ίδιας μέρας άρχισαν να αποσύρονται προς τα πλοία οι πρόξενοι ευρωπαϊκών κρατών για να σωθούν από την οργή των Τούρκων. Την ίδια μέρα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ένοπλος ο ηρωικός τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη λόγω της ανδρείας και του πατριωτισμού του. Αυτός, θέλοντας να δώσει χρόνο στους Πατρινούς να απομακρύνουν τις οικογένειες και τα πράγματά τους, συνεννοήθηκε με τους Επτανήσιους Βαγγέλη Λιβαδά, (έμπορο), Νικόλαο Γερακάρη (φαρμακοποιό) και άλλους, και το βράδυ βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας “γρηγορείτε”, ώστε οι Τούρκοι να νομίσουν ότι οι Έλληνες είναι πολλοί και σε επαγρύπνηση και να μήν τολμήσουν νυχτερινή έφοδο.

O άμαχος πληθυσμός κυρίως γυναικόπαιδα, έτρεχε στη “Ντογάνα” (=Τελωνείο) μπαίνοντας στη θάλασσα μέχρι το λαιμό ζητώντας να σωθεί από τα ελλιμενισμένα εκεί πλοία. Την επομένη (22 Μαρτίου) οι Τούρκοι βρέθηκαν όλοι συγκεντρωμένοι στο κάστρο της Πάτρας απ’ όπου κανονιοβολούσαν την πόλη. Σύντομα, οι σημαντικοί Αχαιοί της γύρω περιοχής άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη με όσους οπλοφόρους μπόρεσε να συγκεντρώσει ο καθένας.

Πρώτος εισήλθε περί το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος και μετά από αυτόν ο Λόντος με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό. Κατά τον Τρικούπη την ίδια ημέρα εισήλθαν στην Πάτρα και ο Π. Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίτσης, ο Ζαΐμης και ο Ρούφος, ακολουθούμενοι από πλήθος οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. Με την είσοδό τους οι Πατρινοί και άλλοι Έλληνες ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό “Ζήτω η ελευθερία, ζήτωσαν οι αρχηγοί, και εις την Πόλιν να δώση ο Θεός”.

Με ιδιαίτερη ζωντάνια και υποβλητικότητα των δραματικών εκείνων εξελίξεων που συνέβαιναν στην Πάτρα περιγράφει στο ημερολόγιό του ο εκεί τότε πρόξενος της Γαλλίας Ούγος Πουκεβίλ (αδελφός του Φρανσουά Πουκεβίλ). Μόνο ως προς την ημερομηνία έναρξης των γεγονότων έχει υπάρξει διαφωνία με τους ιστορικούς.

Γράφει λοιπόν ο Πουκεβίλ

«Πάτρα 4 Απριλίου, (δηλαδή 23 Μαρτίου 1821), το βράδυ στις 6. Η φωνή της ελευθερίας ακούεται, φωτιά έχει αρχίσει μέσα στην πόλη… Ο αέρας που σπρώχνει τις φλόγες, μας απειλεί με γενική πυρκαϊά! Ο ήλιος έχει δύσει μέσα από ένα πέπλο κοκκινωπών καπνών… Ο πάταγος των σπιτιών, που γκρεμίζονται, οι αλλεπάλληλες κανονιές από το κάστρο, το σφύριγμα και η έκρηξη μερικών βομβών, οι φωνές των γυναικών και παιδιών, πάνω από 500, που έχουν προσφύγει στο γαλλικό προξενείο, σκορπίζουν παντού την σύγχυση και τον τρόμο. Ο ουρανός, σαν πύρινος θόλος μας φωτίζει με ένα φως μαυροκίτρινο. Η ταραγμένη θάλασσα μοιάζει να κυλά κύματα από αίμα, και το μεγαλύτερο μέρος από τα πλούτη της Πάτρας συσσωρεύονται στα δωμάτιά μου».

Στο μεταξύ ο Νικόλαος Λόντος κάλεσε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό που ήταν στα Καλάβρυτα, καθώς και όλους τους οπλαρχηγούς της περιοχής, να σπεύσουν με τις ομάδες τους προς βοήθεια των Πατρινών. Έτσι τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν να συρρέουν στην Πάτρα οπλισμένοι χωρικοί με τους αρχηγούς τους και να παίρνουν μέρος στον Αγώνα της πολιορκίας του Κάστρου.

Την επομένη των παραπάνω γεγονότων (στις 23 Μαρτίου, κατ΄ άλλους στις 24 Μαρτίου) κατέφθασαν στην Πάτρα οι πρόκριτοι με τις ομάδες τους Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος και ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ επικεφαλής πολυάριθμων επαναστατών, περίπου 1000, όπου και ο τελευταίος, στήνοντας έναν σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, όρκισε τους παραπάνω αγωνιστές. Στο τέλος της τελετής εκείνης ακούσθηκαν οι ζητωκραυγές “Ελευθερία ή Θάνατος” καθώς “Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ