-Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς ήτανε. Κι’ είναι άληθινή ή ιστορία. 1942! Μαύρο σκοτάδι! Παγερό! Πικρό! Κί άβάσταγο τό κρύο!…
Έτσι άρχιζε κάθε παραμονή “Αι-Βασιλείου η γιαγιά νά διηγιέται, σά νά τό ζούσε τώρα:
-Έβγήκα, τυλιγμένη στό χοντρό παλτό, στό μάλλινο μου σάλι, νά πάω προσκύνημα στην έκκλησιά!… Στόν “Αι-Βασίλη, λάδι!…
Λάδι, πού τό ξεχώρισα γιά τό καντήλι του τήν περασμένη τή βραδιά!… Μου τό στείλε μέ θάμα!
”Αχ, γιά τά πεινασμένα μου παιδιά!
Έκίνησα, λοιπόν, καί πήγαινα.
Ή Αθήνα, κάτασπρη, σαβανωμένη!
Σάν φέρετρο, πού μέσα του χιλιάδες πεθαμένοι!
Κι’ όσοι άπομέναν νά Βογκούν, κουφάρια, σκελετοί, εδώ καί κει σουρμένοι, ήσαν… οι ζωντανοί!…
Γκράπ-γκρούπ! σπάζει τό χιόνι, «ή μπόττα» ή φοβερή! «Σκλαβιά» τή λέγαν; «Κατοχή»!;…
Μολύβι όθε περνούσε καί καρφιά!…
Καημένη μου Πατρίδα! “Ως πότε πιά;…
Στέναζα!… προχωρούσα αργά, σκυφτά!
Καί κάθε τόσο σταματούσα, νά ζεστάνω την ανάσα μου πού τήν πάγωνε τό χιόνι!
Κοίταξε έδώ! Κοίταξε κει! ριγμένοι στίς γωνιές, στίς θύρες μπρος κουλουριασμένοι, μισόγυμνοι, άστεγοι, ράκη τής πείνας τής φρικτής, ξεπαγιασμένοι, οί άδελφοί!… Τί νά ‘ναι, ζωντανοί ή πεθαμένοι;
Νά σκύψω; Νά τούς άνάψω μέ τό δάκρυ μου κερί;
Νά κάψω γιά θυμίαμα τήν προσευχή μου;…
Στά κρύα μέτωπα νά δώσω τό στερνό αδελφικό φιλί;… Καημένη μου Πατρίδα! Μαρτυρική!…
Φθάνω στήν έκκλησιά, χαράματα!
‘Ακόμα δέν έσήμανε ή καμπάνα. Μπαίνω, άνάβω τό κερί!… Σβησμένα τά καντήλια! Σκοτεινά!…
-“Αγιε Βασίλη, ένα δαχτυλάκι λάδι γιά τή χάρη σου!
Γιά τή σημερινή τή Λειτουργία!…
‘Άναψα τό καντήλι! Σπίθισε! Έλαμψε ή ώραία Πύλη! Ζεστάθηκε ή γαλήνη τής έκκλησιάς κι’ απλώθηκε καί χύθηκε βαθιά μου!
-“Αγιε Βασίλη! ’Άρχοντα Χριστέ!
Παρθένα Δέσποινά μου!…
Κλαίνε τά μάτια, γονατίζουνε τά γόνατα πού τρέμουν! -Δέν σου ζητάμε λάδι καί ψωμί, Χριστέ, τούτη τήν ώρα… Μέ τόν καινούργιο χρόνο στείλε μας… τής Λευτεριάς τά δώρα!…
Μά,… σά ν’ άκούω μιά φωνή λεπτή, μισοσβησμένη!…
Ακούω καλά;… Σωπαίνω… πούθε νά ’ρχεται;
Άκου! Μιλάει ακόμα:
-Άγιε Βασίλη… μου, Πεθαίνω!…
Εσύ… όπου… χαρίζεις δώρα… στα… παιδιά… μην… το… ξεχάσεις… νά… φέρεις… στά… έλληνόπουλα… τή… ΛΕΥΤΕΡΙΑ!…
Σώπασε! Δεν ακούστη πιά!…
Πετάχτηκα! Κοιτώ δεξιά-ζερβά…
Νάτο!… Εκεί στό πλάι! (Στ Άγιο Βήμα!) στα σκαλιά, κορίτσι δωδεκάχρονο – ίσως και πιά πολύ!
Κέρινος άγγελος θαρρείς, πού στ’ ανοιγμένα του φτερά, τά δυό του χέρια, κρατεί ένα άγόρι πιό μικρό καί τό ζεσταίνει λές, μέ τά φιλιά του, τόν πεθαμένο του άδελφό!…
Χτυπά ή καμπάνα! Φθάνουν οί πιστοί!
-Τί είναι κει;… τί τρέχει;
-Δυό μάρτυρες μικροί!
Γιορτάζουν τήν Πρωτοχρονιά, στόν Ούρανό!…
Κί έδώ σταμάταγε ή γιαγιά τήν ιστορία καί σκούπιζε τό τελευταίο δάκρυ!…
-Ναί, παιδιά!
Μάρτυρες προσευχήθηκαν γιά τή δική σας Λευτεριά!… Καί θέλουνε «μνημόσυνο» άπό σάς κι’ εύγνωμοσύνη!… Καί, σιωπούσε!…
Ντάν-ντάν! Μεσάνυχτα!
Άκου καμπάνες! Κανονιές ηχούν!
Ελεύθερη ή Αθήνα πιά, μέ πλούσια κάλλη, γιορτάζει τήν Πρωτοχρονιά!
Τάχα, μέσ’ στίς καρδιές μας, ‘Ελληνόπουλα, σάν τί καρδιές χτυπούν;…