Για τελευταία χρονιά η Σμύρνη της Ιωνίας- η Σμύρνη των Ελλήνων θα γιορτάσει την Πρωτοχρονιά. Θα υποδεχθεί το νέο έτος 1922 με χαρά και ελπίδα..!

Οι γιορτινές μέρες περνούσαν χαρούμενα καθώς δε έλειπε η καλή διάθεση από κανέναν. Στη Σμύρνη την παραμονή του Αγίου Βασιλείου έπρεπε όλοι να ετοιμαστούν για να καλοδεχτούν τον καινούριο χρόνο.

Στην αλλαγή του χρόνου, μόλις ακούγονταν το δωδέκατο χτύπημα από τα καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, αμέσως χτυπούσαν όλες μαζί οι καμπάνες των ορθοδόξων εκκλησιών και περιχώρων.

Οι μπουρούδες όλων των βαποριών που τύχαινε να ήταν αραγμένα στο λιμάνι σφύριζαν καλωσορίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το νέο έτος. Τα πολεμικά πλοία έριχνα τους προβολείς τους στο μακρύ Και και έπειτα ψηλά στην πολιτεία της Σμύρνης από άκρη σε άκρη, μέχρι το βουνό Πάγο και το κάστρο του Μ. Αλέξανδρου.

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές μπαινόβγαιναν φουριόζες κι όλο μουρμούριζαν για τα παιδιά που μπερδεύονταν μέσα στα πόδια τους. Τα σπίτια λαμποκοπούσαν και μοσχοβολούσαν κανέλα και γαρίφαλο.

Πρωί πρωί ξεκινούσε όλη η οικογένεια, με την καλή τους φορεσιά να πάνε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στη τσέπη του το ρόδι που θα έσπαζε στην πόρτα του σπιτιού όταν επέστρεφαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια όπως έλεγαν!

Μετά από αυτό έπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σε όλη την οικογένεια φιλώντας έναν –έναν σταυρωτά.

Όταν τελείωναν οι ευχές κάθονταν όλοι μαζί γύρω από το Αϊ –βασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε το θυμιατό και θύμιαζε με μοσχολίβανο, πρώτα την πίττα και μετά κάθε έναν χωριστά κάνοντας το σημείο του σταυρού.

Ο πατέρας έκοβε την βασιλόπιττα . Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγιάς και μετά κατά ηλικία αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Το νόμισμα πάντα ήταν χρυσό, και σε εκείνον που θα έπεφτε θα έφερνε μεγάλο γούρι!

Πολλές φορές την ώρα που έκοβαν την πίττα τύχαινε να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να πουν τα κάλαντρα.

Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη , οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα για τελευταία φορά:

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντρα Σμύρνης
Αρχιμηνιά κι’ Αρχιχρονιά κι Αρχή του Γεναρίου,
Κι Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο ηγύρισε, σαν το καλογεράκι.

Κ’ εκεί που παραπάτησε, χρoυσή μηλίτσα βγήκε,
και μέσ’ τα φύλλα τση μηλιάς, δυο μήλα χρουσομένα.

Και ποιος τα παραχρούσωσε; O ήλιος της ημέρας,
το φεγγαράκι της αυγής και τ’ άστρο της εσπέρας.

Σ’ αυτό το σπίτι τ’ αψηλό, το μαρμαροχτισμένο,
που οι πέτρες είνε μάλαμα, το χώμα ειν’ ασήμι,
και μες ’στη μέση του σπιτιού κοιμάτ’ ο Άης Βασίλης,
ποιος είναι άξιος κι’ αρκετός να πά ν’ τονέ ξυπνήσει;

Εγώ ‘ μαι άξιος κι’ αρκετός να πά ν’ τονέ ξυπνήσω.

Δώστε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, να τον πετροβολήσω,
κ΄ένα σταμνί ροδόσταμο, να τόνε περεχύσω.

Ξύπνησ’ αφέντη τσ’ αφεντιάς, και μη πολυκοιμάσαι
γιατίς ο ύπνος ο πολύς, μαραίνει και χαλά σε.

Εσένα πρέπ’ αφέντη μου, καράβι ν ’αρματώσεις,
στην Ιγγλιτέρα να το πας, φλουρί να το φορτώσεις,
στην πρύμη να’ ναι μάλαμα, στην πλώρη να ν’ ασήμι
και τα σκοινιά και τ’ άρμπουρα να τα μαλαματώσεις.
Εσένα , πρέπ’ αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,

Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.

Και, πάλι, ξαναπρέπει σου βελούδο να καθίσεις,
Με το να χέρι να μετράς με τα ’άλλο να δανείζεις.

Και, πάλι, ξαναπρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι
κι άμα θ’ ανθεί η δαμασκηνιά, ν’ ανθεί και το τραπέζι.

Πολλά’ παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμ’ και τσή κεράς μας.

Κερά λιγνή κερά ψηλή, κερά καμαροφρύδα,
που’ χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
και του κοράκου το φτερό το χεις καμαροφρύδι.

Όντας σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
ή στράτα ρόδα γέμωσε κ΄ ή εκκλησιά το μόσκο,
κι από τον μόσκο τον πολύ, οι τοίχοι ραϊστήκαν,
παπάδες, διάκοι σε κυττούν το διάβασμά τως χάνουν,
τα ψαλτικά τως λησμονούν ψαλτάδες κανονάρχες.

Πολλά ‘ παμε και τση κεράς, ας πούμε και του γιού τσης.
Έχεις και γιό στα γράμματα και γιόνε στο ψαλτήρι,
να σ’τον χαρίνει ο Θεός να βάνει πετραχήλι.

Ο δάσκαλος τόνε ‘βανε για να κανοναρχήσει,
κ’ ηξέπεσέ του το κερί κ’ ήκαψε το ψαλτήρι,
κ’ ήκαψε και τσί κάρτσες του τσί χρουσοκεντημένες,
όπου του τσι κεντούσανε τρείς όμορφες κοπέλλες.

Πολλά ‘παμε του γιούκα σου, ας πούμε και τσή κόρης.

Έχεις και κόρην όμορφη, γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προυκιά γυρεύει.

Γυρεύ αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχια,
γυρεύει και τη Βενετιά μ’ούλα τση τα καράβια,
γυρεύει και τον κύρ- Βορριά να τα καλαρμενίζει.

Πολλά ‘ παμε τση κόρης σου, ας πούμε για το σπίτι.

Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, τα ράφια ν’ ασημένια,
του χρόνου να ξανάρχωμε, να νε μαλαματένια.
Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, ροδόσταμο μυρίζει,
να ζήσει η νοικοκερά όπου το συγυρίζει.

Ηφάαμε το πετεινό, ας φάμε και την κότα,
δώσε μας το φλουράκι μας, να πάμε σ ’άλλη πόρτα,
δώσε μας και τον κόπο μας απτό χρουσό σακούλι
να σας πολυχρονίσωμε να’ σαστε γεροί ούλοι.

Άντε παιδιά να φύωμε πριχού μας βαρεθούνε
πριχού μας δώσουν τσι κλωτσιές και μας κουτρουβαλούνε.
Κι από χρόνου να’ στε καλά!
Κ’ εις έτη πολλά!

ΕΣΤΙΑ Νέας Σμύρνης

Βιβλιογραφία
• Λαογραφικά Γ, Η ζωή στη Σμύρνη/ Δημήτρη Ι. Αρχιγέννη/ Αθήνα,1980
• Αντέτια Δωδεκαήμερου/Αργυρώ Μάμαλη –Κοπάνου/ΙΩΝΕΣ/Ν. Ιωνία Μαγνησίας, 2010
• Λαογραφικά της Σμύρνης/ Στέλλα Επιφανίου –Πετράκη/ Αθήνα,1966
• Φωτογραφία: Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών Λέσβου, «Το Δελφίνι», περίοδος β-τεύχος 27- χειμώνας 2022

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ