Επειδή πολλά λέγονται και γράφονται από αδαείς, σας παραθέτουμε σήμερα την πραγματική άποψη του πρόσφυγα Φ. Κόντογλου για την προσφυγιά.
“Ο καϋμος της Προσφυγιάς
Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 28/7/1963
Η προσφυγιά είναι πολύ σκληρό πράγμα. Ανάθεμα σε κείνους που κάνουνε τους πολέμους κι ύστερα κάθουνται στα τραπέζια και τρώνε, κι αφού φάνε και πιούνε και χορτάσουνε κι αρχίσουνε να αποκοιμιούνται κάθουνται σε κάποια άλλα τραπέζια και πιάνουνε και χωρίζουνε τις χώρες με το μαχαίρι και κρίνουνε τους δυστυχισμένους τους λαούς σα να παίζουνε τράπουλα, χωρίς να ρωτήσουνε μήτε Θεό μήτε άνθρωπο.
Και καταδικάζουνε ολόκληρα έθνη να πληρώνουνε χαράτσι ή να σκύβουνε το κεφάλι και να υποταχτούνε σε κάποιους αφεντάδες, ή, που είναι και το χειρότερο, να ξεσηκωθούνε άνδρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι και να φύγουνε από τη γής που ζήσανε οι πατεράδες τους και που ήτανε ριζωμένοι πριν από χιλιάδες χρόνια, αφήνοντας ό,τι είχανε, και να τριγυρνάνε από χώρα σε χώρα, σαν τον περιπλανώμενο Ιουδαίο, αποδιωγμένοι πρόσφυγες, γυμνοί, φτωχοί και καταφρονεμένοι.
Μια τέτοια μεγάλη συμφορά πάθανε οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας πριν από σαρανταένα χρόνια.
Ας είναι καλά οι μεγάλοι κι οι πολιτισμένοι προστάτες μας, που λένε, σα παπαγάλοι, μέρα νύχτα, πως αγαπάνε την Ελλάδα, ονομάζοντάς την μητέρα τους, που τους έδωσε τον πολιτισμό και τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση όπου βρισκόντανε, και που δος του και τυπώνουνε γι’ αυτή ένα σωρό βιβλία και την εγκωμιάζουνε στα Πανεπιστήμια τους, κάνοντάς της αγάλματα και στεφανώνοντάς το με δάφνες, για να φανερώσουνε την ευγνωμοσύνη τους.
Μα σαν έρθει η ώρα να δείξουνε με έργα αυτά που λένε πως αισθάνουνται για την Ελλάδα, τότε σα να μην είναι οι ίδιοι, κι όχι μονάχα δεν προστατεύουνε το δίκιο αυτής της σεβάσμιας μητέρας, που της χρωστάνε το «ευ ζην» και που πέρασε και περνά τόσα μαρτύρια για τη λευτεριά τη δική της και των αλλονών, αλλά κάνουνε και κάθε τι για να την αδικήσουνε, να την περιφρονήσουνε, να την εμπαίξουνε, σα να τους έκανε το μεγαλύτερο κακό, επειδή κοιτάζουνε μόνο το συμφέρο τους. Κείνη την ώρα λησμονιούνται όλα, σβήνουνε σα καπνός και τα εγκώμια κι οι θαυμασμοί κι οι αγάπες της υποκρισίας κι αρχίζει το παζάρεμα.
Με λίγα λόγια, σα να λένε αυτά που είπε ένας αρβανίτης κλέφτης, που ανέβηκε στην άγια Τράπεζα μιας εκκλησίας για να κατεβάσει ένα ασημένιο καντήλι και σαν του είπε ο σύντροφός του «βρε δε φοβάσαι το Θεό να πατάς στη άγια Τράπεζα» (γιατί ήτανε Χριστιανοί) ο άλλος του είπε «ορέ μπίρομ το πίστη πίστη και το τέχνη τέχνη»!
Λοιπόν μ’ αυτόν τον έμορφο τρόπο, που κανονίζουνται οι λαοί κι η μοίρα τους από τους ισχυρούς της γης, θυσιάστηκε κι ο αρχαίος εκείνος λαός, που είχε τον αληθινό πολιτισμό από χιλιάδες χρόνια και που γέννησε παιδιά αθάνατα. σαν τον Όμηρο, το Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Αναξαγόρα, τον Στράβωνα, τον Παυσανία κ.α. καθώς και τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον Πολύκαρπο, τον Αντύπα, το Βασίλειο, το Γρηγόριο, τον Αμφιλόχιο και που είχε χτίσει τις πιο λαμπρές πολιτείες, την Τροία, τη Σμύρνη, την Έφεσο, την Αλικαρνασσό, τις Τράλλεις, την Πέργαμο, το Ικόνιο, τη Νικομήδεια, την Καισάρεια, την Αττάλεια, την Προύσα κ.α. και τις είχε καταστολίσει με θαυμαστά χτίρια κι αγάλματα.
Αυτός ο λαός ξεριζώθηκε από το χώμα που όργωνε χιλιάδες χρόνια, διώχτηκε από τα σπίτια του, άφησε τις εκκλησιές του και τα ευτυχισμένα νοικοκυριά του και τον βάλανε μέσα στα βαπόρια και στα καΐκια σαν τα πρόβατα και τον περάσανε στα νησιά και στην παλιά Ελλάδα, που καλά βρέθηκε και κείνη και πατήσανε σε μια στεριά που κατοικούσανε απάνω της ανθρώποι της ίδιας φυλής.
Εκεί βρήκανε καταφύγιο και σιγά σιγά μπορέσανε και ξαναριζώσανε. Όσοι απομείνανε στην Ανατολή πεθάνανε από τις κακουχίες ή σφαχτήκανε για δόξα της ανθρωπότητας, που καυχιέται για την ελληνική παιδεία της. Κι η φτωχή Ελλάδα γέμισε από πρόσφυγες, που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα.”
Fotis Kontoglou Original – Φώτη Κόντογλου Αρχείο