Θα σας πω μια αληθινή ιστορία που μου συνέβη σε ένα ταξίδι μου στη Σμύρνη. Ιστορία που γίνεται μόνο σε παραμύθια.
Ανακοινώνει εκδρομή ο σύλλογος μας στη Μικρά Ασία και με παίρνει τηλέφωνο μια γειτόνισσα που μένει δίπλα στην Αγία Άννα Χαλανδρίου, η κυρία Κλέντη ετών τότε 90+…
Μου λέει :”Νικολάκη όταν έφυγα από τη Σμύρνη ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου, θα ήθελα να πάω πριν πεθάνω να δω το χωριό μου και το σπίτι μου αλλά είμαι μεγάλη θα σας είμαι βάρος στις μετακινήσεις”.
Της λέω μη λες τετοια και μη σε νοιάζει θα σε έχω εγώ μαζί μου αγκαζέ. Πράγματι ξεκινάμε το ταξίδι και στο αεροπλάνο μου λέει για το σπίτι της και ότι στοιχεία ήξερε:
” Αυτά που ξέρω, είναι πως το παρατσούκλι του πατέρα μου ήταν Λεβέντ, το χωριό λέγεται Τζιμόβασι, ο παππούς μου ήταν ο παπάς του χωριού, μέναμε δίπλα στην εκκλησία και το σπίτι μας έχει μια εβραϊκή μάντρα (καμπύλη δηλαδή) και στην αυλή μια μουριά όπου κρέμασαν τον παππού μου και τον πατέρα μου και ακριβώς από κάτω ένα πηγάδι. ”
Πράγματι, την τελευταία ημέρα ξεκινήσαμε με το πούλμαν για να δει η Κλέντη το χωριό της. Κοιτούσαμε ως πρώτο στοιχείο αφού το σπίτι της ήταν κοντά στην εκκλησία, να δούμε που είναι το Τζάμι του χωριού, όπου υποθετικά θα είχαν μετατρέψει το Ναό. Δεν βρίσκαμε τρουλο και ρωτήσαμε έναν νεαρό αστυνομικό ο οποίος μας είπε που ήταν η τότε εκκλησία.
Δεν είχε τρουλο, ήταν βασιλική. Πράγματι φτάνουμε στην εκκλησία η οποία ήταν πλέον βιοτεχνία και βλέπουμε μια περιοχή με νεόδμητες μεζονέτες όπως παράδειγμα ο Γέρακας.
Της λέω, Κλέντη κάτσε να πιεις ένα καφέ να νιώσεις που ήρθαμε και πάμε να φύγουμε, ήρθες τελικά στο χωριό σου, αλλά το σπίτι δε γίνεται να το βρούμε αφού όλα εδώ είναι καινούρια.
Εκείνη επέμενε να βρούμε το σπίτι, σε σημείο που άρχισα να φορτώνω αφού ήταν όλα νέα σπίτια. Εκείνη την ώρα πετάγεται ένα μέλος της εκδρομής και μου λέει: έλα ρε πάμε κοτζάμ άντρας βαριέσαι.
Της λέω βρε που να το βρούμε είναι καινούρια πόλη. Ήρθαμε στη γειτονιά της τουλάχιστον.
Μου λέει, πάω εγώ να ψάξω αφού ήταν κάπου εδώ.
Δεν προχωράει 50 μέτρα και έρχεται πίσω τρέχοντας με φωνές.
“Τρέχα ρε, εδώ είναι ένα παλιό σπίτι με εβραϊκή μάντρα, μουριά και από κάτω ένα πηγάδι!!!!”
Πράγματι λοιπόν, παίρνω την Κλέντη αγκαζέ σιγά σιγά και βλέπουμε το μοναδικό παλιό σπίτι της πόλης έτσι όπως μου το είχε περιγράψει.
Καθώς πάμε να μπούμε στην αυλή, είναι μια Τουρκαλα με ένα φακιολι στο κεφάλι περίπου 90 ετών και σκουπίζει την αυλή. Σταματάμε μπροστά της και πριν της μιλήσουμε κοκκαλωνει, κοιτάζει την Κλέντη στα μάτια και της λέει η τουρκαλα γιαγιά:
“Λεβέντ;;;;;;;”.
Εκείνη την ώρα μουδιασα, έβαλα τα κλάματα, έπεσε η Τουρκαλα στην αγκαλιά της Κλεντης και της ζητούσε συγνώμη που έμενε σπίτι της!!!!! Εκείνη ήταν με τις ανταλλαγές του 23 από τα Χανιά. Την έβαλε να δει μέσα το σπίτι της και της έλεγε ότι δε θα πας πουθενά θα μείνεις σήμερα εδώ.
Σε μισή ώρα είχε μαζευτεί όλο το χωριό με τσίπουρα και γλυκά, μας κέρασαν όλους και φύγαμε πίσω με την ομορφότερη ανάμνηση του ταξιδιού.
ξίζει να σημειωθεί ότι επειδή δεν έμοιαζαν Τούρκοι, τους ρώτησα από που είναι και μου απάντησαν από την Κρήτη. Είχαν έρθει με τις ανταλλαγές πληθυσμών. Εκείνη την ώρα έρχεται ένας νεαρός γύρω στα 22 και μου λέει στα Αγγλικά:
“Δεν είμαστε Τούρκοι, είμαστε Έλληνες μουσουλμάνοι που μας έδιωξαν από την Κρήτη, αλλά μη τα πεις αυτά εδώ”.
Nikos Karampou