ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ:

Ο Έλληνας δεν αισθάνεται δούλος γιατί δεν υποδουλώθηκε ποτέ πραγματικά.

Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής ” ο κατακτημένος κατέκτησε τον κατακτητή με το πνεύμα του…”

Στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας,δεν έχασε το μπούσουλα.Διατήρησε τη συνοχή και τη συνέχειά του.Διατήρησε το ελληνικό του στίγμα ακόμη και τη στιγμή που δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή γης ελληνική.

Έκανε πάνω από 200, άγνωστες στους πολλούς, απόπειρες επανάστασης και ξεσηκωμού, επί τουρκοκρατίας, οι οποίες πνίγηκαν στο αίμα, μα δε σταμάτησε.

Το ’40, την ώρα που η μισή Ευρώπη ήταν σύμμαχος των Ναζί και των Φασιστών και η άλλη μισή παραδιδόταν άνευ όρων, ο Έλληνας είπε ” ΟΧΙ”.

Ο Έλληνας είναι ” ο Αμάραντος που φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες, στα λιθάρια.”

Είναι το “κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα που παίρνει χρώματα κι ανθεί και μίσχο και σαλεύει” από “της Δικαιοσύνης τον ήλιο τον Νοητό”.

Μιλάει τη ” μουσική γλώσσα των Αγγέλων” την ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια, αυτήν που έγινε τροφός για όλες τις άλλες γλώσσες.

Ο Έλληνας δεν έχει υπάρχοντα.Η μόνη του περιουσία είναι η καρδιά του και η ψυχή του η οποία ποτέ ανά τους αιώνες δεν κατέστη δυνατό να τιθασευθεί.

“Όλα να του τα κάψεις, πέτρα στην πέτρα να μην του αφήσεις” δε θα παραδοθεί.

“Ένα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι” και ξαναφτιάχνει την Ελλάδα του.

Έσκυψε, γονάτισε να μαζέψει δυνάμεις και περίμενε άλλοτε υπομονετικά, άλλοτε ανυπόμονα ” πότε θα κάνει ξαστεριά” για να ” πεταχτεί από ‘ξαρχής να αντριέψει να θεριέψει”.

Κι ας είχε πάντα “το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο”.

Δεν περιμένει τους “Βαρβάρους”.Ξέρει καλά πως οι Βάρβαροι ποτέ δεν είναι “λύσις”.

Ξέρει πως ακόμη κι αν είναι μόνο “ένα το χελιδόνι” και θα την πληρώσει πανάκριβα, η

Άνοιξη θα έρθει.Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Γιατί “σε τούτα εδώ τα μάρμαρα , κακιά σκουριά δεν πιάνει”.

Κι ο ήλιος θα γυρίσει κι ας “θέλει δουλειά πολλή” κι ας θέλει “νεκρούς χιλιάδες να’ναι στους τροχούς” κι ας “θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους”.

Δε θα το τσιγκουνευτεί.

Δε θα χειροκροτήσει ποτέ παγωμένος από φόβο, επί ώρες, χαμογελώντας σε παράταξη, κι ούτε θα βάλει τα ψεύτικα κλάματα να στηθοδέρνεται από ψεύτικη συγκίνηση, μόλις δει στο μπαλκόνι τον Τύραννο και Δυνάστη που του έκατσε μπάστακας.

Δε θα παραδώσει τα όπλα του σε ένδειξη υποταγής στον πρώτο μοτοσυκλετιστή του εχθρού που ήρθε να του τα ζητήσει.

“Έλα να τα πάρεις” θα του πει.

Ο Έλληνας θα περιγελάσει τον εχθρό που τον πετσοκόβει.Δε θα κωλώσει από το μέγεθος του αντιπάλου αλλά θα δώσει ” μάχη υπό σκιάν” κάτω από χιλιάδες εχθρικά βέλη.
Θα κοροϊδέψει όσο δεν παίρνει την στολή του αδίστακτου Ντούτσε μ’όλα της τα φτερά και τα πούπουλα που το ήρθε ” μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα μας να πάρει, βρε τον φουκαρά…”

Θα σηκώσει το ακόντιο όχι για την πάρτη του, αλλά “για την Ελλάδα ρε γαμώτο”.
Γιατί “ότσν ο Έλληνας αισθανθεί δυνατός, τότε γίνεται αδυσώπητος τιμωρός…”

Και πολεμάει.

Ενάντια σε όσα τον πνίγουν και τον σαμποτάρουν, ο Έλληνας πολεμάει, γι αυτό και φωνάζει “ΑΕΡΑΑΑΑ”

Ο πόλεμος και η έκβασή του δεν τον νοιάζουν πραγματικά γιατί μέσα του είναι ήδη νικητής.

Είναι ελεύθερος.

Για μας τους Έλληνες, η στιγμή που μπαίνουμε στο μυστηριακό εκείνο ταξίδι κι αποφασίζουμε να πούμε ΟΧΙ, είναι και η στιγμή που καθορίζει το τέλος.

Του το λένε οι αρχαίοι θεοί του οι Δώδεκα ,του το λέει κι ο Ένας, ο Μοναδικός.
” Πάντας ελευθέρους αφήκε Θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε”

Είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!

Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που ορθώνεις το ανάστημά σου, κάνεις στη πάντα το φόβο σου και δεν λογαριάζεις αν ο εχθρός είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από σένα, αν είναι πάνοπλος κι εσύ είσαι άοπλος κι αν “τα βέλη του μπορούν να σκεπάσουν τον ήλιο”.

Είναι η στιγμή που παίρνεις την απόφαση ότι ή θα ζήσεις ελεύθερος ή “θα δειπνήσεις παρέα με τους συμπολεμιστές σου στον Άδη”.

Ο Έλληνας κοιτάει τον άλλο ευθεία στα μάτια με αυτό το βλέμμα που παγώνει τον εχθρό:
“Αλοίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας έφερες να πολεμήσουμε;”

Ε , αυτών τα παιδιά και τα εγγόνια είμαστε.

ΑΣ ΤΟ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ!!! Και μη μου πείτε ” δεν τους μοιάζουμε σε τίποτα, από κοντά περάσαμε” και τέτοια.

Οι άλλοι λοιπόν λαοί γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωσή τους.

Εμείς γιορτάζουμε τη στιγμή που νικάμε τον φόβο και υψώνουμε το ανάστημά μας.

Από αυτή τη στιγμή είμαστε ήδη ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

Αυτό ακριβώς γιορτάζουμε.Αυτό το μεγαλείο ενός μικρού λαού που τα έβαλε με πολλούς μεγάλους.

Κάποιους τους νίκησε, κάποιοι τον νίκησαν.Μα ποτέ δεν τον λύγισαν.

Δεν γιορτάζουμε λοιπόν την έναρξη κανενός πολέμου.

Γιορτάζουμε το ΟΧΙ.

Αννυ Λιγνού

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ