Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε ο Στρατής Μυριβήλης αναφέρει και ένα ωραίο επεισόδιο. Ο σπουδαίος λογοτέχνης μας είχε εξασφαλίσει άδεια από το Γενικό Επιτελείο για να ανεβεί τις παγωμένες αετοράχες της Πίνδου και να παρευρεθεί θεατής στον πανεθνικό συναγερμό του Σαράντα.

Είδε πολλά και θαυμαστά. Διαβάζω: «Ένας φαντάρος έπιασε αιχμάλωτο έναν Ιταλό λοχία, την ώρα που ο λόχος του δέχτηκε στα σκοτεινά την αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Ιταλός ετοιμαζόταν να τον μαχαιρώσει στα μουλωχτά με την ξιφολόγχη του. Έπιασε το χέρι του, το δάγκωσε και τον αφόπλισε.

-“Πώς σου ήρθε και δεν τον σκότωσες μες στην νύχτα;”, τον ρώτησα.

-“Να σας πω” μου είπε. “Εκείνη την ώρα, έτσι που με ξάφνιασε, ετοιμαζόμουν να του την φέρω. Οι σύντροφοί του, που μας είχαν κάνει τον αιφνιδιασμό, το ‘βαλαν στα πόδια και τον άφησαν.

Όπου τόνε κοίταξα στη φέξη της φωτιστικής ρουκέτας. Ήταν όμορφο παλληκάρι. Λυπήθηκα να τον χαλάσω”. Και γέλασε σαν παιδί για την αδυναμία του.

Φαντάζομαι πως μόνο ένας Έλληνας πολεμιστής, ανάμεσα σε όλους τους πολεμιστές του κόσμου, μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και η φράση που μεταχειρίστηκε ήταν τόσο ωραία. Είπε “λυπήθηκα να τον χαλάσω”.

Υπάρχουν ευτυχισμένες στιγμές , που ένα άτομο, ξαφνικά συγκεντρώνει και εκφράζει την ευγένεια ενός λαού, μιας ολάκερης φυλής».

(Ακαδημία Αθηνών, «Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών», σελ. 319).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ