17 Αυγούστου 1904… δύο μήνες πριν το θάνατο του Παύλου Μελά,λίγο πριν ξεσπάσει η ένοπλη φάση του Μακεδονικου Αγώνα, μια 18χρονη κοπέλα από τον Αη Λια Καστοριάς, η Ευανθία Μιρκοπούλου, έδωσε τη δική της μάχης με τους κομιτατζήδες…
Ένα μικρό διήγημα στη μνήμη της, βασισμένο στην αληθινή ιστορία της.
“Ευανθία”
Στάθηκε μια στιγμή να ανασάνει. Τοκλάμα του είχε κόψει την ανάσα. Οι λυγμοί δεν σταματούσαν. Γιατί; Τόσα όνειρα χαμένα, τόσες ελπίδες σκοτωμένες. Τι τους έφταιγαν πια και τους έκαναν τόσο κακό; Είχε ανοίξει η κόλαση και είχε ξεβράσει τα θεριά της στον τόπο τους.
Πού πήγαν οι ανέμελες μέρες που έπλεκαν όνειρα μαζί με την Ευανθία του;
Είναι τρεις μέρες τώρα που την κλαίει μέσα στο χώμα. Κείτεται μέσα στην αγκαλιά της γης, αντί για τη δική του.
Ο Ζήσης ανεβαίνει στο ύψωμα του Αη Λια, στο νιόσκαφτο μνήμα, να κάτσει δίπλα της, και τόσο μακριά της, να την θρηνήσει και ας μην θέλει να την αποχαιρετήσει για πάντα. ΄’Ήταν το κακό που ξέσπασε και τους απομάκρυνε .
Πάλεψε η Ευανθία, αλλά η αναδρεία τους στάθηκε πιο δυνατή. Την χτύπησαν στην κοιλιά με τη λόγχη, δεν είχαν το θάρρος να παλέψουν μαζί με το άοπλο και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Κακούργοι που τα βάζετε με γυναίκες και με μικρά παιδιά.
Ποιος σας έφερε κατά εδώ να μας χαλάσετε την ησυχία μας και την ζωή μας; Τι σας φταίξαμε; Δεν σας φτάνει η γη σας; Θέλετε και τη δική μας;
Όσο κι αν έκλαιγε ο Ζήσης, όσο κι αν χτυπιόταν, η ζωή της καλής του είχε τελειώσει. Θα ΄θελε να πεφτε και εκείνος μαζί της στο χώμα, να κλειστεί για πάντα εκεί. Τι να την έκανε τη ζωή χωρίς την παρουσία της;
Για γάμο ετοιμάζονταν και αντί για στέψη, αντί να την δει νυφούλα δίπλα τους, να της κρατήσει το χέρι και να πορευτούν μαζί στη ζωή, την είδε στο φέρετρο.
Την έκλαψε όλο το χωριό. Τόσο όμορφη κοπέλα, τέτοια νοικοκυρά, τόσο καλόψυχη, να κείτεται στο ξυλοκρέβατο με κλειστά τα μάτια, ντυμένη με τη νυφιάτικη φορεσιά…
Θρήνος ξέσπασε στον Αη Λια με την είδηση του χαμού της.
Θρήνος και οργή για τους κομιτατζήδες που λυμαίνονταν την περιοχή τους και είχαν εμφανιστεί άξαφνα, και είχαν σκορπίσει τον τρόμο και το κακό.
Η Εξαρχία τους… Πόσο ύπουλα ξεκίνησαν. Τους παραμύθιαζαν ότι ήταν, τάχα, Βούλγαροι και ότι έπρεπε και εκείνοι να ακολουθήσουν την βουλγάρικη εκκλησία. Μα εκείνοι δεν ήξεραν άλλο από το Πατριαρχείο τους.
Ακόμα κι αν η γλώσσα που μιλούσαν δεν ήταν ελληνική, εκείνοι ήθελαν να παραμείνουν στην εκκλησία τους και στο Δεσπότη τους,, δεν ήθελαν να αλλάξουν κάτι.
Έτσι τα βρήκαν, έτσι θα συνέχιζαν. Και όταν οι Βούλγαροι είδαν ότι δεν περνούν τα παραμύθια τους, τότε έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο και έβγαλαν όλη την οργή και το μίσος τους.
Πέρασαν μήνες και ο Ζήσης δεν σταμάτησε μέρα να κλαίει την αγαπημένη του. Έγινα τα τρίμηνα, τα εννιάμηνα, ο χρόνος, και εκείνος δεν έπαψε να την επισκέπτεται καθημερινά. Είχε καταλαγιάσει ο πολύς ο πόνος, είχε μαλακώσει ο καημός.
Το είχε πάρει απόφαση ότι πλέον θα πορευόταν χωρίς εκείνη στη ζωή του.
-Παλληκάρι μου, του είπε ο παπα Στέργιος. Αρκεί, την έκλαψες πολύ. Σε βλέπει από ψηλά και λυπάται, μην της χαλάς την ησυχία της στο περιβόλι του Θεού. Κράτα την στην καρδιά σου σαν αδελφή αγαπημένη, με την αγνή αγάπη που της έδειξες, και αποφάσισε να φτιάξεις οικογένεια.
Δεν απάντησε ο Ζήσης. Τι να πει; Πώς θα γινόταν αυτό;
Κα κάποια μέρα, δίπλα στο μνήμα της Ευανθίας, εκεί που είχε ακουμπήσει αποκαμωμένος και έκλεισε για λίγο τα μάτια , είδε το γάμο του: ο ίδιος ήταν ο γαμπρός, αλλά η νύφη ποια ήταν;
Γνωστό του φάνηκε το πρόσωπό της, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει καλά τη μορφή της, κρυβόταν κάτω από τη μαντήλα της νύφης την πλουμιστή. Άνοιξε τα μάτια με ΄΄ένα αίσθημα όμορφο στην καρδιά του.
Σαν να του έστειλε κάποιο σημάδι η Ευανθία.
Οταν πέρασε κι άλλο ο καιρός και έβλεπε την Κατερίνα να τον κρυφοκοιτάζει καθώς περνούσε έξω από την αυλόπορτά της, και με το πες-πες των αδελφάδων του, Πήγε και την ζήτησε από τους γονιούς του. Και εκεί όμως, βρήκε εμπόδια. Ήταν φτωχός, βλέπεις, άλλη τύχη ήθελαν εκείνοι για τη θυγατέρα τους.
-Την μια μου την πήρε ο Θάνατος. Την άλλη δεν μου την δίνουν οι γονείς της.
Αγανάκτησε το παλληκάρι.
-Θα την κλέψω!
Το είπε και το έκανε. Με την βοήθεια των μαχητών, με τους οποίους συνεργάζονταν στον αγώνα κατά των Βουλγάρων, και με την σύμφωνη γνώμη της κοπέλας, οργάνωσε την απαγωγή.
Αν την έκλεβε, αν την εξέθετε στα μάτια των συγχωριανών, θα έπρεπε να την παντρευτεί. Κανείς τότε δεν θα του το αρνούνταν. Έτσι γινόταν εκείνα τα χρόνια.
Μέσα στο σκοτάδι του πυκνού δάσους, προχώρησε η συνοδεία προς το διπλανό χωριό.
Σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα της μισοσκότεινης εκκλησίας.
-Τον θέλεις, κόρη μου, για άντρα σου; ρώτησε ο παπάς.
-Ναι, πάτερ, τον θέλω, απάντησε η κοπέλα με ένα σεμνό χαμόγελο.
Και ξεκίνησε η ακολουθία τους γάμου.
Ένα νεαρό ζευγάρι, με τις καθημερινές τους φορεσιές, και γύρω τους οι Μακεδονομάχοι με τα όπλα τους. Ένας αλλιώτικος γάμος τελούνταν μέσα στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι του πολέμου και της ταραχής. Μια ελπίδα ανέτειλε για λευτεριά και ηρεμία στη Μακεδονία του 1906.
Έζησαν ευτυχισμένοι ο Ζήσης και η Κατερίνα και έφεραν στον κόσμο πολλά παιδιά, που έζησαν σε λεύτερα χρόνια και που άκουγαν από το στόμα του πατέρα τους τις ιστορίες του παλιού καιρού και πόσα τράβηξαν οι ντόπιοι, πόσους αγώνες έκαναν μέχρι να απελευθερωθεί ο τόπος, να φύγουν Βούλγαροι και Τούρκοι και να ενωθεί η Μακεδονία με τη μάνα Ελλάδα.
Αλεξάνδρα Χοροζίδου 13/10/2021