Κων/νου Συκιώτη,δασκάλου
Τὸ περασμένο καλοκαίρι πῆγα μὲ παρέα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ φιλοξενηθήκαμε γιὰ δυὸ μέρες στὴ Μεγίστη Λαύρα, τὸ ἀρχαιότερο καὶ πρῶτο στὴν τάξη τῶν Μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ εἶναι χτισμένο ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη.
Τὸ Μοναστήρι προκαλεῖ δέος σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες του ὄχι μόνο γιὰ τὸ μέγεθος τῶν κτισμάτων του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολλὰ λείψανα Ἁγίων ποὺ φυλάσσονται σ’ αὐτό, τὰ σπάνια ἱερὰ κειμήλια, τὰ πολλὰ χειρόγραφα βιβλία καὶ τοὺς μεγάλους λαχανόκηπούς του.
Ἦταν Σάββατο 27 Αὐγούστου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἦταν παραμονὴ τῆς Παναγίας μας. Φτάσαμε στὴ Μονὴ σχετικὰ νωρὶς τὸ μεσημέρι μὲ τὸ μικρὸ λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς.
Καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς διαδρομῆς ἀπὸ τὶς Καρυὲς μέχρι τὸ Μοναστήρι θαυμάζαμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσης καὶ τὴ γαλήνη ποὺ ἐξέπεμπε τὸ τοπίο.
Ἀριστερά μας εἴχαμε τὴ θάλασσα καὶ δεξιά μας τὸν καταπράσινο ὄγκο τοῦ Ἄθωνα. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ὥρα περίπου ταξίδι κατεβήκαμε σὲ ἕνα πλάτωμα.
Περπατώντας πρὸς τὴν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ, διασχίσαμε τὸν χῶρο τοῦ ἑλικοδρομίου καὶ ὅσο πλησιάζαμε θαυμάζαμε τὸν πύργο τοῦ Τσιμισκῆ, τὰ τείχη τῆς Μονῆς καὶ τοὺς περιποιημένους ἐλαιῶνες της, ἐνῷ στὸ βάθος μέσα στὴ θάλασσα βλέπαμε εὐδιάκριτα τὴ νῆσο Θάσο.
Μπαίνοντας στὸ μοναστήρι κατευθυνθήκαμε στὸ ἀρχονταρίκι. Στὸ βιβλίο ἐπισκεπτῶν γράψαμε τὰ στοιχεῖα μας, μᾶς προσφέρθηκε τὸ παραδοσιακὸ ἁγιορείτικο κέρασμα (λουκούμι, τσίπουρο, καφές καὶ κρύο νερό), ἐνημερωθήκαμε γιὰ τὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς καί μᾶς δόθηκε τὸ κλειδὶ τοῦ χώρου φιλοξενίας μας. Ἀφοῦ ἀφήσαμε τὰ σακίδιά μας στὸ κελλί, βγήκαμε στὴν αὐλὴ γιὰ μιὰ πρώτη γνωριμία μὲ τοὺς χώρους τῆς Μονῆς.
Πηγαίνοντας πρὸς τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς περάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τῆς Κουκουζέλισσας, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κουκουζέλη, πρωτοψάλτη τῶν ἀνακτόρων τοῦ Βυζαντίου καὶ μετέπειτα (μὲ τὴ θέλησή του) βοσκὸ καὶ πρωτοψάλτη τῆς Μονῆς.
Στὴν κεντρικὴ πύλη τῆς Μονῆς εἴδαμε τὴν εἰκόνα (τοιχογραφία) τῆς Παναγίας, στὴν ὁποία εἶναι ἐμφανῆ τὰ σημάδια ἀπὸ τὶς σφαῖρες ποὺ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς τὸ 1830 τὴν πυροβόλησε καὶ μία ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέφοντας ἔπληξε θανάσιμα τόν ἄπιστο εἰσβολέα.
Τὸ κέντρο τῆς Μονῆς δεσπόζει τὸ μεγάλο Καθολικό. Γιὰ νὰ μποῦμε στὸν κυρίως ναὸ περάσαμε ἀπὸ μιὰ δίφυλλη ἐπιβλητικὴ ὀρειχάλκινη θύρα, δωρεὰ τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ.
Ἐντὸς τοῦ Καθολικοῦ καὶ στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσι, ποὺ τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Μονῆς ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη. Στὰ τοιχώματα γύρω ἀπὸ τὸν τάφο εἶναι εὐδιάκριτα τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου νὰ ἀνοιχτεῖ ὁ τάφος του.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ Καθολικὸ καὶ τὴν Τράπεζα εἴδαμε τὴ μεγάλη λαξευτὴ μαρμάρινη φιάλη, ὅπου κάθε πρώτη τοῦ μηνὸς γίνεται ὁ ἁγιασμὸς καὶ δεξιὰ τῆς φιάλης ἕνα κυπαρίσσι χιλίων ἐτῶν. Εἶναι τὸ κυπαρίσσι ποὺ φύτεψε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος.
Δειπνήσαμε στὴν Τράπεζα σὲ μαρμάρινα τραπέζια βαθουλωμένα ἀπὸ τὴ χρήση αἰώνων. Μετὰ τὸ δεῖπνο καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ βγαίναμε ἀπὸ τὴν Τράπεζα ἕνας καλόγερος μᾶς καλοῦσε νὰ περάσουμε στὸ καθολικό, προκειμένου νὰ μᾶς γίνει ἡ ξενάγηση καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀμέσως ὅλοι οἱ προσκυνητὲς μεταβήκαμε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καθολικοῦ.
Ἀκούσαμε προσεκτικὰ τὴν ξενάγηση ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ πατὴρ Βασίλειος, ἱερομόναχος καὶ πνευματικὸς τῆς Μονῆς, γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λαύρας καὶ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀκολούθως ὁ ἱερέας, ποὺ ἔβγαλε τὰ λείψανα στὴν ὡραία πύλη, μᾶς μίλησε γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ καὶ περνώντας τὰ ἀσπαστήκαμε μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Προσωπικά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Νείλου, ποὺ στὴν περιγραφή τοῦ ἱερέα παρουσιάστηκε ὡς μυροβλύτης, ἀλλά προσκυνώντας το δὲν μοῦ ἔβγαλε κάποια εὐωδία καὶ μοῦ μπῆκε ὁ λογισμός: «σιγά τὸ μυροβλύτη Ἅγιο».
Μετὰ τὴν ξενάγηση καὶ τὸ Ἀπόδειπνο βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι γιὰ μιὰ περιήγηση στὰ γύρω καθίσματα καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν ἔκθεση τῆς Μονῆς ἀγοράσαμε διάφορα ἀναμνηστικὰ καὶ κομποσκοίνια γιὰ φίλους καὶ συγγενεῖς.