Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
Στο χωριό μου ο κόσμος ήξερε την φτώχεια, την ζούσε, τόσο την φτώχεια σε υλικά αποκτήματα , όσο και την πνευματική φτώχεια.
Ο αγράμματος κόσμος, που ήξερε λίγα γράμματα, που τους δίδαξε η Εκκλησία και το δημοτικό σχολείο μπορούσε να διακρίνει ποιος έχει θεμέλιο στη ζωή του και ποιος είναι σαν καράβι ακυβέρνητο.
Αν ο λαός αυτός δεν το ήξερε, δεν θα έκανε την παροιμία “αυτουνού του λείπει μάνα, δεν του λείπει λανγκιόλι”, ούτε θα την καταλάβαινε. Που σημαίνει σε κατά λέξη μετάφραση, αυτουνού του λείπει ολόκληρο το ύφασμα, δεν του λείπει ένα κομμάτι του υφάσματος.
Το νόημα της παροιμίας (μεταφοράς) αυτής είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ζουν στην τύχη, ότι δεν έχει νόημα η ζωή τους, δεν έχουν θεμέλιο το μόνο που υπάρχει, τον Ιησού Χριστό.
Δεν πιστεύουν στο αρχέτυπο του ανθρώπου. Η ύπαρξή τους είναι ένας συρφετός συμβεβηκότων . Ένα συνονθύλευμα από επιπρόσθετα, χωρίς βάση, χωρίς μάνα, που κανείς δεν ξέρει πώς φάνηκαν.
Αυτός στην πραγματικότητα δεν έχει όνομα, έχει αριθμό. Αν τον ρωτήσεις ποιος είναι,δεν ξέρει.
Αν ζούσε ο Σωκράτης σήμερα θα έλεγε για τον σημερινό ανερμάτιστο, αντιφατικό, καταπτοημένο άνθρωπο, “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”.
Θα καταλάβουμε τα λόγια του Σωκράτη “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”, ( ένα γνωρίζω, ότι τίποτα δεν γνωρίζω), αν δώσουμε στο ρήμα ¨γνωρίζω” την σημασία ή μάλλον τις σημασίες που έδινε ο Σωκράτης σ’ αυτό.
Ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε το ρήμα “γνωρίζω” όχι μόνο με την σημασία που δίνουμε εμείς σ’ αυτό, αλλά και με την σημασία του “ενδιαφέρομαι”. Όταν έλεγε “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”, εννοούσε ότι ένα πράγμα ξέρει, ότι δεν τον ενδιαφέρει τίποτα από αυτά που ενδιαφέρουν τον κόσμο.